Οταν ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο Η συστημική φύση της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα, το μόνο που δεν με απασχολούσε ήταν πώς θα το έγραφα. Πίστευα ότι ύστερα από τόσα χρόνια στο κουρμπέτι ήξερα να γράφω αβίαστα επιστημονικά κείμενα. Σύντομα κατάλαβα ότι το αντικείμενο της έρευνας ήταν τόσο αδιαφανές και σύνθετο που τίναζε στον αέρα ό,τι ήξερα μέχρι τότε.
Το βιβλίο γραφόταν με τρόπο παλινδρομικό και όχι γραμμικό. Κάθε φορά πίστευα ότι είχα ολοκληρώσει μια ενότητα. Προχωρούσα στις επόμενες και κάποια στιγμή αναδυόταν ένα στοιχείο που ερμήνευε αλλιώς όσα είχα ήδη γράψει. Έπρεπε να γυρίσω πίσω για να συμπληρώσω ή να διορθώσω αυτό που νόμιζα ότι είχα γράψει σωστά.
Ήταν φορές που ένιωθα ότι έγραφα αστυνομικό μυθιστόρημα. Αγνοώντας κι εγώ η ίδια ποιος είναι ο δολοφόνος και προσδοκώντας να το ανακαλύψω γράφοντας.
Σε μια περίπτωση όμως ήξερα από την αρχή ότι δεν καταλάβαινα τίποτε. Όταν διαπίστωσα ότι η ΕΛΑΣ δεν είχε διερευνήσει πειθαρχικά το 76,6% των περιστατικών αστυνομικής βίας σε βάρος δημοσιογράφων, αναρωτήθηκα τι κοινό είχαν αυτά τα εκ πρώτης όψεως πολύ διαφορετικά περιστατικά ώστε να μείνουν αδιερεύνητα.
Δοκίμασα διάφορες υποθέσεις εργασίας. Δεν ευσταθούσε καμία. Αποφάσισα να προχωρήσω το γράψιμο αφήνοντας το ερώτημα προσωρινά αναπάντητο.
Ύστερα από καιρό άρχισε να διαφαίνεται ότι η (μη) πειθαρχική διερεύνηση υπάκουε πρωτίστως σε σχέσεις εξουσίας. Αναρωτήθηκα αν αυτό ερμήνευε και την περίπτωση των δημοσιογράφων. Έψαξα να μάθω ποιο ήταν το εργασιακό καθεστώς των δημοσιογράφων που περιλαμβάνονταν στα περιστατικά που είχα αναλύσει.
Ομολογώ ότι σοκαρίστηκα όταν διαπίστωσα πως «ανάξιοι» πειθαρχικής διερεύνησης για τη βία που υπέστησαν ήταν οι αυτοαπασχολούμενοι. Όπως και οι εργαζόμενοι σε ενημερωτικές ιστοσελίδες χαμηλής επισκεψιμότητας.