Το σχέδιο είναι να μην ξέρουμε πού πηγαίνουμε. Παίζουμε το παιχνίδι της τύχης. Έχουμε πάρει τον προαστιακό της Οσάκα στην Ιαπωνία, κολυμπάμε με ευχαρίστηση στην ακατανοησία του ιαπωνικού πολιτισμού. Δεν έχουμε μαζί μας κινητό, μόνο ένα εικονογραφημένο λεξικό για ταξιδιώτες, με ενσωματωμένο χάρτη.
– Κατεβαίνουμε στην επόμενη στάση;
– Ναι, γιατί όχι;
Έχει πια βραδιάσει, είναι άνοιξη, Απρίλιος του 2006 και είμαι με τον Κ. σε ένα χωριό της επαρχίας Μίε. Ψάχνουμε ξενοδοχείο, πεινάμε. Μπαίνουμε στο μαγαζί που βρίσκεται απέναντι από τον σταθμό· μοιάζει να είναι το μοναδικό ίχνος ζωής που υπάρχει εκεί γύρω, κάτι σαν ψιλικατζίδικο. Η κυρία πίσω από το ταμείο έχει ζωγραφισμένα στη θέση των φρυδιών της δύο γκρι ημικύκλια που ανεβαίνουν ψηλά στο κούτελο. Μας κοιτάζει χαμογελαστή, μας χαιρετάει με ψιλή φωνή.
– Μήπως γνωρίζετε κάποιο ξενοδοχείο στην περιοχή;
Στην ερώτησή μας αρχίζει να γελάει και κρύβει με το χέρι το στόμα της. Κάτι λέει σε δύο νεαρούς που στέκονται πιο ’κεί στον διάδρομο. Γελάνε κι αυτοί. Εμείς κοιτάζουμε με απορία.
– Δεν θα βρείτε δωμάτιο, μας λέει ο ένας, αύριο είναι η Γιορτή της Άνοιξης και τα ξενοδοχεία είναι γεμάτα. Η κυρία λέει πως μπορεί να σας φιλοξενήσει στο σπίτι της, αν θέλετε. Κι εμείς εκεί θα μείνουμε.
Διστάζουμε για μια στιγμή, παίζουμε όμως ακόμα το παιχνίδι της τύχης. «Ναι».
Λίγη ώρα μετά βρισκόμαστε στο σπίτι της κυρίας και ο σύζυγός της μας υποδέχεται με επισημότητα. Μας δίνει ρούχα, παπούτσια, μας προσφέρει φαγητό και ανοίγει ένα μπουκάλι sake με χρυσόσκονη. Ο ίδιος αποχωρεί με βαθιά υπόκλιση.
Μαθαίνουμε από τους άλλους φιλοξενούμενους ότι ο οικοδεσπότης μας είναι από τους βασικούς διοργανωτές της σιντοϊστικής γιορτής και γι’ αυτές τις μέρες έχει μετατρέψει το σπίτι του σε ένα είδος ξενώνα. Οι ξένοι είναι πρόσωπα ιερά για τον Σίντο.