Δεν ξέρω γιατί αποφάσισα να μοιραστώ μια στιγμή που είναι μέρος της δικής μου προσωπικής και επαγγελματικής ιστορίας και αυτής του Καρίμ. Αναστοχαζόμενη, σκέφτομαι πως ήθελα με αυτή την κίνηση να ακυρώσω τις ματαιώσεις που καθημερινά βιώνουμε οι εκπαιδευτικοί και να ανοίξω μια χαραμάδα, για να μπει στις τάξεις και στα σχολειά μας η ελπίδα. Παράλληλα ήθελα να δείξω στον Καρίμ ότι το ταξίδι του δεν είχε νόημα μόνο για τον ίδιο.
Έφτασε στο σχολείο, στο Λαύριο, νωρίς το πρωί της Παρασκευής. Ζήτησε τον διευθυντή, τον κύριο Βασίλη, και όταν του είπαν πως δεν τον γνωρίζουν –έχει πάρει σύνταξη εδώ και πολλά χρόνια–, ζήτησε την κυρία Ρία.
Μπήκε στο γραφείο διστακτικός. Περίμενε να τελειώσω κάποια τηλεφωνήματα και μετά μου συστήθηκε βγάζοντας το διαβατήριό του. Για να επιβεβαιώσει ποιος είναι. Δεν το κοίταξα. Ήξερα ποιος είναι. Τα μάτια του ήταν ίδια. Μόνο ο φόβος έλειπε από το βλέμμα του.
Ήταν ο μικρούλης Καρίμ, που ως ασυνόδευτο αφγανόπουλο πριν από 26 χρόνια είχε καθίσει στα θρανία αυτού του σχολείου, για να μάθει ελληνικά σε μια τάξη υποδοχής του 1998. Ήταν ο Καρίμ που αγαπούσε τα τραγούδια και για χάρη του –όπως και για χάρη του Μουσάντ– τους μαθαίναμε ελληνικά τραγουδώντας.
Τότε στις τάξεις υποδοχής διδάσκαμε ελληνικά χωρίς ύλη, με τραγούδια και μοίρασμα βιωμάτων. Άρχισε να σιγοψιθυρίζει τον Δρόμο του Μάνου Λοΐζου. Το θυμόταν! «Το θυμάστε, κυρία;». Φυσικά και το θυμόμουν. Το απίστευτο είναι πως το θυμάσαι ακόμα εσύ σκέφτομαι.
Γράφει κάτι στο κινητό του και μου το δείχνει. Διαβάζω: «Ήρθα να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για όσα κάνατε οι δάσκαλοι εδώ για μένα τότε». Από τη μια τα φαρσί, από την άλλη τα ελληνικά.
Διαβάζω και δεν το πιστεύω. Τι είναι αυτό που γράφει εδώ; Ποια ευγνωμοσύνη; Γιατί; «Δεν κάναμε τίποτε, Καρίμ» του λέω. «Τα αυτονόητα μόνο…».