Οταν τον Νοέμβριο του 2021 ανέβηκα για πρώτη φορά σε ένα σκάφος γρι γρι στην Καβάλα και άκουσα τον καπετάνιο να φωνάζει «μόλα» είδα μπροστά μου μια χορογραφία. Άνθρωποι συνεργάζονταν και κινούνταν στον χώρο με έναν τρόπο που σε ταξίδευε στον χρόνο. Μια δουλειά δύσκολη και επίπονη που δύσκολα κάποιος Έλληνας θα έκανε.
Μια ζωή γεμάτη δουλειά για τους Αιγύπτιους ψαράδες. Όταν ξεκλέβουν λίγο χρόνο, επικοινωνούν με την οικογένειά τους πίσω στην πατρίδα, στην Αίγυπτο. Συνήθως τη βλέπουν μια φορά τον χρόνο για λίγες ημέρες. Οι περισσότεροι έχουν πολύτεκνες οικογένειες που βιοπορίζονται με τα χρήματα που τους στέλνουν. Την ίδια ώρα οι ίδιοι μένουν στο αμπάρι του σκάφους.
Κάποιοι από τους Αιγύπτιους ψαράδες με πολλά χρόνια στην Ελλάδα νοικιάζουν σπίτια, συνήθως σε κακή κατάσταση. Αυτή η εμπειρία με γέμισε με ερωτήματα, τα οποία, όσο περισσότερα απαντούσα, μου δημιούργησαν νέα. Ερωτήματα και απαντήσεις που πλέον άρχισα να τα καταγράφω σε φωτογραφίες. Πριν το καταλάβω, είχα ζήσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου τότε μαζί με αυτούς τους ανθρώπους.
Το «μόλα» δεν ήταν πλέον απλώς μια λέξη που σήμαινε αφήνω. Δεν ήταν απλώς το σήμα για να ξεκινήσει η αλιεία. Ήταν η ζωή αυτών των ανθρώπων που είχαν αφήσει τις οικογένειές τους για να μεταναστεύσουν, προκειμένου να μπορούν να τις ζήσουν. Άνθρωποι που από το 1984 (όταν υπογράφηκε ειδική σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου για τη μετάκληση αλιεργατών) έρχονται και φεύγουν χωρίς πολλές φορές να το παρατηρούμε.
Ένας τόσο σημαντικός παράγοντας της διατροφής μας και του τουρισμού μας, όπως το ψάρι, προέρχεται από αυτούς τους μικρόκοσμους που έχουν δημιουργηθεί σε αυτά τα σκάφη στην Ελλάδα, χωρίς εμείς να γνωρίζουμε πώς φτάνει στο πιάτο μας.