Εχω αντιμετωπίσει πολλές φορές ρατσισμό, χωρίς να έχω κάνει τίποτε. Φαίνεται στο πρόσωπο, στην έκφραση των ανθρώπων όταν μας βλέπουν. Μας αντιμετωπίζουν με τρόπο αρνητικό, ρατσιστικό.
Μια φορά που είχα πάει στο σουπερμάρκετ με τα δυο μου παιδιά, τη Χριστίνα και τον Μιχαήλ, ήταν δυο κυρίες που ψώνιζαν και στέκονταν και μας κοίταζαν. Και μου λέει η κόρη μου: «Μαμά, έχουμε κάτι και μας βλέπουν;».
«Δεν πειράζει, Χριστίνα μου» της λέω. «Ας μας βλέπουν, είμαστε όμορφες». Εγώ αυτά τα διαχειρίζομαι πια με πιο ήρεμο τρόπο. Ενώ καταλαβαίνω τι συμβαίνει.
Δεν ξέρω τι λέγανε οι δυο γυναίκες, η μία στην άλλη, αλλά φαινόταν πως μας κοροϊδεύανε. Ενώ ήμασταν και ντυμένοι καλά και δεν είχαμε πει κάτι ούτε είδανε από εμάς κάτι άσχημο. Ψωνίζαμε απλώς στο σουπερμάρκετ. Και μιλάγαμε μεταξύ μας στη γλώσσα μας.
Αρχίνησε πάλι η Χριστίνα στη γλώσσα μας: «Μαμά, κάτι λένε για εμάς». «Ας λένε, Χριστίνα μου, ό,τι θέλουν» της απάντησα, «εμείς θα δούμε εδώ τι θέλουμε, θα ψωνίσουμε και θα φύγουμε. Δεν πειράζει».
Μετά όμως αρχινάνε να γελάνε και γυρίζει και τους λέει η Χριστίνα: «Είδατε κάτι και γελάτε μ’ εμάς;». «Όχι, κορίτσι μου» απαντάει η μια, «εμείς δεν είδαμε κάτι». «Και γιατί γελάτε» λέει η Χριστίνα, «ενώ εδώ και πόσα λεπτά μας βλέπετε και μιλάτε;».
«Να σου πω» της λέει η γυναίκα, «είσαι και μικρό κορίτσι. Εμείς δεν βλέπαμε εσένα».




