Σε ηλικία 17 χρόνων, πάνε περίπου 28 χρόνια –με τα λόγια του πατέρα μου «άντρας πια»– ήρθε το χαρτί να περάσω περιοδεύον. Ύστερα από δήλωσή μου, κατατάχτηκα στις ειδικές δυνάμεις, όπου είχε υπηρετήσει και ο πατέρας μου. Ήθελα να τον κάνω να νιώσει ακόμη πιο περήφανος για μένα. Παρουσιάστηκα λοιπόν στο Μεγάλο Πεύκο.
Έπειτα από τη σκληρή εκπαίδευση και την ορκωμοσία, ήρθε η τοποθέτησή μου στη Χίο. Εκεί έμεινα δυο μήνες, για να ακολουθήσει στη συνέχεια η μετάθεση στη Σάμο, στο 4ο ΕΤΕΘ, στο Καρλόβασι.
Αυτό το διάστημα των τεσσάρων μηνών έβλεπα από τους μη Τσιγγάνους, τους μη Ρομά, τους μη γύφτους –όποια λέξη βολεύει καθένα– αρνητική αντιμετώπιση απέναντί μου, διότι έλεγα συνέχεια πως είμαι Έλληνας Τσιγγάνος και είναι τιμή μου. Δεν άρεσε αυτό.
Κάποιοι λοιπόν, φαντάροι και αξιωματικοί, με είχαν σε απόσταση, γιατί ήμουν «ο γύφτος». Για παράδειγμα έκρυβαν τα πράγματά τους νομίζοντας πως θα τους τα κλέψω ή δεν με έκαναν παρέα βάζοντας διάφορα στο μυαλό τους εξαιτίας της κακής εικόνας που δυστυχώς είχαν από κάποιους Ρομά που ζουν στην παραβατικότητα.
Περνώντας ο καιρός βέβαια και γνωρίζοντάς με καλύτερα, όλοι αυτοί που έλεγαν «προσέξτε τον γύφτο» άλλαζαν γνώμη σιγά σιγά. Χαλάρωναν και ερχόντουσαν πιο κοντά.
Είχα δηλώσει και μουσικός. Έτσι, ο διοικητής μου ανέθεσε να διοργανώσω την εκδήλωση της μονάδας με μουσικούς για την Κυριακή του Πάσχα. Τότε λοιπόν όλοι άρχισαν να έρχονται κοντά μου και να ξεχνάνε τη φράση «ο γύφτος του στρατοπέδου», για να πάρουν καμιά τιμητική άδεια.
Σε μια πρόβα που είχαμε για την εκδήλωση, ήρθε ο διοικητής για να δει πώς πάμε. Αφού μας είδε και άκουσε τα τραγούδια, μου είπε: «Μπράβο, συνεχίστε, είστε πολύ καλοί». Φεύγοντας, του έπεσε κάπου δίπλα μου το πορτοφόλι του.
Όταν τελειώσαμε την πρόβα και ήρθε η ώρα για να φύγουμε, το βρήκα και το μάζεψα μπροστά σε όλους.