Πήγα γυμνάσιο στον Κορυδαλλό, εκεί που μέναμε, που είναι δίπλα στην Αγία Βαρβάρα, αλλά δεν είχε Τσιγγάνους. Στη δευτέρα γυμνασίου είχαμε έναν θεολόγο που ήταν και παπάς, ρασοφόρος.
Όποτε έμπαινε στην τάξη είχαμε το γνωστό «Δημητρίου έξω». Αυτό με το που έμπαινε στην τάξη. Το είχαμε μάθει όλα τα παιδιά, το κοροϊδεύαμε, το γελάγαμε, το είχαμε για αστείο μεταξύ μας. «Έλα, Μαρία, έρχεται ο Δημητρίου έξω τώρα», «έλα, Μαρία, έρχεται ο δικός σου τώρα», τέτοια.
Αυτό γινόταν κάθε φορά χωρίς να έχω κάνει κάτι, μάλλον επειδή ο αδελφός μου είχε τελειώσει εκεί το γυμνάσιο και ήξερε πως είμαστε Τσιγγάνοι.
Μπαίνει μες στην τάξη μια μέρα και λέω μέσα μου: «Ήρθε η ώρα του καφέ». Κι εκεί που ετοιμάζομαι να βγω έξω μου λέει: «Πού πας εσύ; Πριν βγεις έξω, γιατί θα βγεις, να σε ρωτήσω κάτι». «Ορίστε, κύριε, τι θέλετε;» του λέω.
Τα παιδιά άρχισαν να χασκογελάνε κάτω από τα μουστάκια τους και να αναρωτιούνται τι θα της πει τώρα και πώς θα αντιδράσει η Μαρία. Γιατί με ξέρανε ότι είμαι και λίγο, εντός ή και εκτός εισαγωγικών, κέρατο! Ήμουν δυναμική, συμμετείχα και στα συλλογικά πράγματα.
Με ρωτάει λοιπόν: «Προσεύχεσαι;». «Ναι» απαντώ, στον θεολόγο «προσεύχομαι».
– Και σε ποια γλώσσα προσεύχεσαι; Στα ελληνικά ή στα γύφτικα;
– Τι να σας πω τώρα, κύριε. Κάποιες φορές προσεύχομαι στα ελληνικά και άλλες φορές προσεύχομαι στα γύφτικα. Όπως μου έρχεται· πάντως προσεύχομαι.
Που ήταν και η αλήθεια, δηλαδή. Και μου λέει: «Γι’ αυτό δεν θα σε ακούσει ποτέ ο θεός και θα είσαι μια ζωή καταραμένη».