Εκείνο το καλοκαίρι του μακρινού 1966, έχοντας τελειώσει τη Β΄ γυμνασίου, έζησα τρεις σημαντικές εμπειρίες. Πρώτον, κάναμε για πρώτη και μόνη φορά διακοπές σε κάμπινγκ με τους γονείς μας. Δεύτερον, διάβασα στην άμμο και στο ράντζο το εντελώς φρέσκο τότε βιβλίο «Μινωικός πολιτισμός» του Στυλιανού Αλεξίου. Και έτσι αποφάσισα με ποιον κλάδο της αρχαιολογίας επρόκειτο να ασχοληθώ. Και τρίτον, οδήγησα στη σύλληψη αρχαιοκάπηλων.
Εκεί στο κάμπινγκ, στο Πήλιο, διέμενε και μια μεγάλη παρέα Αυστριακών. Σάλπαραν καθημερινά με μεγάλα φουσκωτά με δυνατές εξωλέμβιες και πλήρη καταδυτικό εξοπλισμό. Δεν είχαμε ξαναδεί κάτι ανάλογο και τους χαζεύαμε με τον αδελφό μου. Κάθε πρωί έφευγαν και επέστρεφαν αργά το απόγευμα.
Η αφελής πρώτη εντύπωσή μας ήταν ότι θα πήγαιναν σε απρόσιτους κολπίσκους, κάπου προς Τρίκερι μεριά, για μπάνιο και φωτογράφιση του βυθού. Νομίζαμε μάλιστα ότι ίσως να γύριζαν κάποια ταινία. Εμείς βέβαια που περιοριζόμαστε στην εξερεύνηση του μικρού κολπίσκου μας με τις μάσκες και τα βατραχοπέδιλά μας, είχαμε πολύ εντυπωσιαστεί από όλη αυτήν τη μαγευτική επιχείρηση που βλέπαμε για πρώτη μας φορά.
Πολύ γρήγορα παρατηρήσαμε ότι κουβαλούσαν κάθε απόγευμα μεγάλα πλαστικά σακιά. Ήταν γεμάτα με κάτι ακανόνιστου σχήματος, αρκετά βαριά και δεμένα σφιχτά με σχοινιά. Σίγουρα δεν είχαν μέσα ψάρια. Τη δεύτερη τρίτη μέρα τους παρακολουθήσαμε και τους είδαμε να ανοίγουν προσεκτικά τα σακιά, να βγάζουν από μέσα αμφορείς –ακέραιους– και να τους ξεπλένουν στην κοινή βρύση του κάμπινγκ.
Αυτό δεν μπορούσα και δεν επρόκειτο να το ανεχτώ.
Εξήγησα αμέσως στον πατέρα μου τι συνέβαινε και του ζήτησα να πάμε με το αυτοκίνητο στον Βόλο, καμιά εικοσιπενταριά χιλιόμετρα μακριά, και να τους καταγγείλουμε. Δεν χρειάστηκε να επιχειρηματολογήσω πολύ. Το δέχτηκε αμέσως.
Από τη μια ήταν αδύνατο να αρνηθεί οτιδήποτε στο κοριτσάκι του. Από την άλλη αντιλαμβανόταν πλήρως το πατριωτικό του καθήκον και κατανοούσε την υποχρέωσή του να μην αφήσει να χαθούν αυτές οι αρχαιότητες.