Κοιτάζω πίσω μου και βλέπω τα τριανταπέντε χρόνια της ζωής μου στα σχολεία. Δεν μετανιώνω που έγινα εκπαιδευτικός, παρόλο που δεν θυμάμαι να είναι μέρος των στόχων και των ονείρων μου. Άλλα ξεσήκωναν την ψυχή μου. Να φύγω, να ζήσω στο Παρίσι.
Από τις μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία επέστρεψα τον Οκτώβρη του ’89. Είχε έρθει ο πατέρας μου να με βοηθήσει για να ετοιμάσω τα πράγματά μου. Κάναμε τις τελευταίες βόλτες στην αγαπημένη πόλη και πήραμε το αεροπλάνο για την Αθήνα.
Κατά τη διάρκεια της πτήσης μου αποκάλυψε πως είχε καταθέσει αίτηση να πάω αναπληρώτρια και ότι τον είχαν ενημερώσει πως θα μπορούσα να βρω θέση σε κάποιο σχολείο της Αθήνας, παρόλο που το έτος είχε προχωρήσει. Τότε οι αναπληρωτές διορίζονταν σχετικά νωρίς, κοντά στο σπίτι τους και με πλήρη δικαιώματα εκπαιδευτικού για εφτά ή οχτώ μήνες.
Σφίχτηκε η ψυχή μου. Δεν το ’θελα. Να γυρίσω πίσω λαχταρούσα. Στο Παρίσι. Με κοίταξε ο πατέρας. Κατάλαβε την πάλη μέσα μου. Δεν συμφωνούσε. Με ήθελε κοντά τους, σ’ εκείνον και στη μάνα. Διπλά καταλαβαίνω τους νέους σήμερα που τρέχει ο νους τους σε άλλους τόπους ελπίζοντας εκεί να στεγάσουν τα όνειρά τους. Και διπλά φοβάμαι μήπως δουν το όνειρο να καταρρέει. Αλλά και για την έρμη τη χώρα φοβάμαι που δεν έχει ελπίδα, αν της φύγουν οι χυμοί της φαντασίας και του αγώνα.
Παρόλο που ’χα γυρισμένο το κεφάλι στο παράθυρο να βλέπω τα σύννεφα, κατάλαβα το βλέμμα του επίμονο και ερευνητικό. Γύρισα. Μου ’πιασε το χέρι τρυφερά κι αποφασιστικά, με το βλέμμα του υγρό να συναντάει το δικό μου. «Παιδί μου» είπε, «έμαθες πολλά γράμματα· καιρός να τα γυρίσεις στα παιδιά του λαού μας».
Δεν την κατάλαβα τότε την κουβέντα του. Για να ’μαι ειλικρινής την ένιωσα σαν θηλιά που ήθελε να με κρατήσει στην οικογένεια, να μη φύγω πάλι.