Φέτος ο Χανς (δεν τον αποκαλώ με το πραγματικό του όνομα) ήρθε Σεπτέμβρη στην Τέλεντο για τις διακοπές του. Έρχεται 30 χρόνια ανελλιπώς. Πρώτα με τη μεγάλη εκείνη παρέα του, έπειτα με τη γυναίκα του που τη γνώρισε εδώ στο νησί κάποιο καλοκαίρι. Τα επόμενα χρόνια με τη σύζυγο και τα δυο τους κορίτσια και τώρα πια συνταξιούχος πάλι μόνος, τα κορίτσια είναι ενήλικα –έρχονται αυτόνομα– και με τη γυναίκα του χώρισαν.
Έρχεται οδικώς, με πούλμαν από τη Γερμανία· όταν έρχονταν οικογενειακώς ταξίδευαν με το αυτοκίνητό τους φορτωμένο διασχίζοντας τα Βαλκάνια.
Δεν ήταν φτωχοί ούτε τίποτε εναλλακτικοί ταξιδιώτες. Ο Χανς ήταν καθηγητής και στη Γερμανία οι εκπαιδευτικοί είναι υψηλόμισθοι υπάλληλοι. Επέβαλε με αυτό τον τρόπο τους όρους των διακοπών τους για 30 χρόνια· αυστηρά τα οικονομικά, ένα παγωτό στα δυο παιδιά και μια σαλάτα οι τέσσερις για μεσημέρι.
Εμείς βλέπαμε με κατανόηση και συμπάθεια τη σύζυγό του και τα κορίτσια που μεγάλωναν μαζί μας, με εκείνον αστειευόμασταν το απόγευμα καθισμένοι στο πεζούλι, μιας και μιλούσαν όλοι τους καλά ελληνικά.
Τους καλούσαμε κάθε φορά στο εθιμοτυπικό τραπέζι το καλοκαιρινό για τη φιλία των τόσων χρόνων και αποχαιρετιόμασταν με την ευχή να ξαναβρεθούμε του χρόνου.
Σφιχτός ο Χανς, αλλά τις διακοπές τους τις χαίρονται για έναν μήνα, σκεφτόμασταν.
Μέχρι εκείνο το καλοκαίρι του ’15 με τα κάπιταλ κοντρόλ στον σβέρκο μας. Ο Χανς ήρθε πρώτη χρονιά μόνος, είχε χωρίσει ήδη· αργότερα ήρθε η γυναίκα του χωριστά με τα κορίτσια.
Αλλά εκείνος ήταν αλλαγμένος. Το δεύτερο απόγευμα κιόλας μας ξεκαθάρισε με ύφος δέκα καρδιναλίων ότι δεν θα πλήρωνε εκείνος και οι Γερμανοί εργαζόμενοι τα δικά μας καμώματα.
Τον κοιτάξαμε απορημένοι. Ήταν κάποιος άλλος, όχι ο φίλος των τόσων χρόνων. Δεν θυμάμαι τι του απαντήσαμε, κάπως έληξε η κουβέντα ανώδυνα. Έτσι πιστέψαμε. Την άλλη μέρα, να τος πάλι με το ίδιο ύφος.