Oι Άνω Απόστολοι, το χωριό μου, βρίσκεται 18 χλμ. μακριά από το Κιλκίς. Σχεδόν ξεχασμένο. Όπως άλλωστε τα περισσότερα της ελληνικής περιφέρειας. Έχει χτιστεί από πρόσφυγες του Πόντου, όταν αποδιωγμένοι από τις πατρίδες τους αναζητούσαν νέα γη να ριζώσουν.
Τους υποδέχτηκε ο τόπος που στην αρχαιότητα είχε ακμάσει ως μια σημαντική πόλη του μακεδονικού βασιλείου, η Μόρρυλος. Η τοποθεσία ταυτίστηκε ήδη από το 1933. Τότε, εκτός από την ανακάλυψη αγαλμάτων του Ασκληπιού και της οικογένειάς του, βρέθηκαν και στήλες που σύστηναν την αρχαία πόλη. Οι πρώτες ανασκαφές έγιναν στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Στη συνέχεια δυστυχώς πάγωσαν για χρόνια.
Η γη όμως ανυπομονούσε. Οι κάτοικοι στις καθημερινές τους εργασίες έπιαναν στα χέρια τους τις αρχαιότητες που έρχονταν στο φως. Θεωρούσαν ότι αυτοί οι θησαυροί ήταν μια ανταμοιβή, μια ευκαιρία να ξεφύγουν από τον μόχθο. Να μπορέσουν να πάρουν μια ανάσα. Οι στάβλοι και οι αποθήκες άρχισαν να λειτουργούν σαν κρυψώνες. Κάποια στιγμή θα δινόταν η ευκαιρία.
Ο καιρός περνούσε. Η τύχη αποφάσισε να ξανανοίξουν οι ανασκαφές στην περιοχή το 2002. Επιπλέον να έχω την τιμή να είμαι μια από τις δυο αρχαιολόγους που μετέχουν σε αυτές. Και ξανά το 2022.
Ο κόσμος άρχισε να πληροφορείται την ιστορία του τόπου του. Να βλέπει το χώμα να γεννάει το παρελθόν. Τους διηγήθηκα ότι ο Παράμονος, ένας επιφανής πολίτης τον 2ο αι. π.Χ., προσφέρει στην Εκκλησία του Δήμου μια αγελάδα, η οποία σύντομα γεννάει. Με κοπάδι πια η αρχαία πόλη εξελίσσεται σε ένα ισχυρό αγελαδοπαραγωγικό κέντρο του Μακεδονικού Βασιλείου.
Λίγο αργότερα, ένας άλλος πολίτης, ο Αλκέτας, αναλαμβάνει να επισκευάσει το τείχος. Αυτό είχε καταστραφεί από επιδρομές εχθρικών στρατευμάτων. Επειδή οι καιροί είναι δύσκολοι, αποφασίζει να επισιτίσει τους συμπολίτες του. Επίσης προμηθεύει την αγορά με σιτηρά.