Ηταν Δευτέρα 9 Ιουνίου 1986· απόγευμα. Το λεωφορείο του ΚΤΕΛ που εκτελούσε το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη – Κομοτηνή έφτασε στο τέρμα. Κατέβηκα. Έβρεχε. Δεν μου αρέσει η βροχή. Απέναντι ήταν παρκαρισμένο το αυτοκινητάκι της Εύης. Με την Εύη Σκαρλατίδου μέσα. Η οποία βγήκε, προχώρησε απτόητη από τη βροχή προς το μέρος μου και είπε με στεντόρεια φωνή: «Πάλι αυτήν τη βαλιτσάρα σέρνεις;». Κάτι ψέλλισα.
Είχαμε, βλέπετε, αμφότερες, και για εντελώς διαφορετικούς λόγους, τραυματική εμπειρία από τη «βαλιτσάρα» μου σε σχέση με το αυτοκινητάκι της· η σχέση χρονολογούνταν από όταν είχα δουλέψει στην ανασκαφή της, στην Πλωτινόπολη, πριν από περίπου έναν χρόνο. Τότε είχα ακούσει τα εξ αμάξης για το μέγεθος της βαλίτσας. Παρά ταύτα στο διάστημα που μεσολάβησε ούτε η βαλίτσα μου μίκρυνε ούτε το αυτοκινητάκι της Εύης μεγάλωσε. Συμβαίνουν αυτά.
Μας βάζει λοιπόν μέσα, τη βαλίτσα και εμένα, μουρμουρίζοντας ακατάπαυστα. Εγώ σκεφτόμουν καταπονημένη: «Δηλαδή πώς το βλέπει το πράμα; Θα πήγαινα για οκτώ μήνες στην Κομοτηνή με ένα τσαντίδιο;». Με πηγαίνει στο ξενοδοχείο, με τακτοποιεί, με παίρνει με συνοπτικές διαδικασίες στο σπίτι της, όπου η μαμά της μου κάνει το τραπέζι, με επιστρέφει, και στη συνέχεια μου δίνει σαφείς, πλην για μένα περίπλοκες, οδηγίες για το πώς θα φτάσω την επομένη στο μουσείο.
Κάπως τα κατάφερα. Με περίμενε και εκεί. Με παρουσίασε στον προϊστάμενο, τον Διαμαντή Τριαντάφυλλο, και πήρε την πρωτοβουλία να μου αναθέσει την πρώτη μου εργασία: την καταγραφή των φωτογραφιών και σλάιντ που είχα τραβήξει στην Πλωτινόπολη. Και για το θέμα αυτό μου έδωσε εκ νέου σαφείς, πλην για μένα περίπλοκες, οδηγίες. Σε κάθε λάθος με κατσάδιαζε με ένταση πολλών ντεσιμπέλ. Δεν ανεχόταν την παραμικρή ατέλεια.
Αυστηρή; Πολύ. Δίκαιη; Αναμφιβόλως. Φιλική; Σίγουρα. Προστατευτική; Για μένα απόλυτα. Δεν με άφησε στιγμή μόνη. Με γνώρισε στις παρέες της, μου βρήκε σπίτι, με πήγαινε στη θάλασσα να κολυμπήσουμε ή να βγάλουμε κολυφάδες.