Τώρα δεν ξέρω γιατί θυμήθηκα την πάστα κασετίνα. Πέρα από το γεγονός ότι είμαι λιχούδα με τη βούλα. Πιθανόν είναι το καλοκαίρι που επίκειται. Εποχή που όταν δεν αλητεύαμε στη γειτονιά, φορούσαμε το καλό μας φόρεμα και το πρόγραμμα είχε πλατεία.
Για μένα το καλό μου φόρεμα ήταν ένα θαλασσί, αγορασμένο από τους αδελφούς Λιτσαρδόπουλους. Με πολλά πλουμιστά βολάν στο πέτο και υπερβολικά κοντό, αφού βρισκόμαστε στα τέλη των 70s. Το μαλλί χτενισμένο σε ψηλό κότσο, με δυο μπούκλες να κρέμονται στο πλάι, αλά Βουγιουκλάκη. Όλα με την επιμέλεια της μερακλούς μαμάς μου.
Το συνολάκι ολοκληρωνόταν με ένα ζευγάρι παπούτσια. Λευκά με πλέξη που μου θύμιζε ψάθα και με σοσόνια μπαμπακερά, ακόμη πιο λευκά από τα παπούτσια. Όλοι θαύμαζαν το αποτέλεσμα αλλά ποτέ δεν ένιωθα πιο βασανισμένη και άσχημη. Με το κεφάλι μου να μην κουνιέται, για να διατηρηθεί η κουπ, και τα πόδια μου να ασφυκτιούν στα λευκά παπούτσια, έπαιρνα την απόφαση ότι ούτε κυνηγητό προβλεπόταν για τη βραδιά ούτε λάστιχο. Γενικώς θα ήταν μια βραδιά ακινησίας χάριν της καλαισθησίας.
Η μόνη παρήγορη σκέψη ήταν τα καλά του ζαχαροπλαστείου. Εκεί είχα εναποθέσει την ελπίδα μου για να μη χαραμιστεί καμία μέρα του καλοκαιριού. Η άφιξη του γκαρσονιού έκανε την καρδιά μου να πεταρίζει και νομίζω από τότε δεν έπαψα ποτέ να αγαπώ αυτό το επάγγελμα.
«Τι θα θέλ…» είπε και χωρίς να αποσώσει τον λόγο του πετάχτηκα ξεχνώντας και μπούκλες και στενά παπούτσια. «Μια πάστα κασετίνα» είπα με έμφαση, μην τυχόν και δεν το σημειώσει σωστά. Απορούσα πάντα που στον σερβιτόρο δεν έκανε εντύπωση μια τέτοια σπουδαία επιλογή.
Όταν γυρνούσε την πλάτη του για να φύγει, τον παρακολουθούσα σαν τη Μις Μαρπλ πίσω από σφαλιστά παράθυρα, αδημονώντας για την επιστροφή του. Αυτό άλλωστε ήταν το συναρπαστικότερο κομμάτι της βραδιάς. Πιο συναρπαστικό και από το φάγωμα της ίδιας της πάστας.