Την 1η του Φλεβάρη του 2000 ανταμώσαμε με την Αλεξάνδρα Λέκκα στην πύλη του Βυζαντινού Μουσείου, στη Vila Ilissia, στις οχτώ το πρωί. Ανεβήκαμε στη Γραμματεία, η Καίτη μας καλωσόρισε, μας είπε κάποια βασικά και ετοίμασε τις κάρτες μας. Ήταν η πρώτη μέρα της πρώτης μας σύμβασης σε έναν άγνωστο εργασιακό χώρο.
Κάπου δυο εβδομάδες νωρίτερα είχαμε συναντήσει τον Δημήτρη Κωνστάντιο στο γραφείο του. Ύστερα από έναν χρόνο ανεργίας –όπως και όλη σχεδόν η ομάδα της «Πρυτανείου», όπως αποκαλούνταν οι εργαζόμενοι στο Κέντρο Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων του Υπουργείου Πολιτισμού– οι δυο μας είχαμε πάει να ζητήσουμε δουλειά.
Δεν είχε χρειαστεί να πούμε πολλά. Μας γνώριζε από ημερίδες και συναντήσεις εργασίας στο υπουργείο και εκτιμούσε τη δουλειά μας. Άλλωστε, πριν αναλάβει το 1999 τη διεύθυνση του Βυζαντινού Μουσείου, ήταν τμηματάρχης Βυζαντινών Μνημείων και παρακολουθούσε από κοντά τα εκπαιδευτικά προγράμματα στον χώρο των βυζαντινών.
Μας ρώτησε μόνο δυο πράγματα. Αν θα μπορούσαμε να αναδιοργανώσουμε σε νέες βάσεις τα εκπαιδευτικά προγράμματα του μουσείου και αν θα μπορούσαμε να αυξήσουμε το νεανικό κοινό. Του απαντήσαμε καταφατικά χωρίς δεύτερη σκέψη.
Του προτείναμε μάλιστα πως ένας τρόπος για να γίνει αυτό θα ήταν να σχεδιάζουμε εκπαιδευτικά προγράμματα σε κάθε περιοδική έκθεση, όπως και δράσεις για διαφορετικές κατηγορίες κοινού, για ευάλωτες/αποκλεισμένες κοινωνικές ομάδες κ.λπ. Ενθουσιάστηκε.
Από την 1η του Φλεβάρη του 2000 λοιπόν ενταχθήκαμε κι εμείς στην μεγάλη ομάδα στελεχών που συγκρότησε ο Κωνστάντιος, με παλιούς και νεοεισαχθέντες εργαζόμενους όλων των ειδικοτήτων. Όλοι δουλεύαμε πυρετωδώς –ο καθένας στον τομέα του, αλλά και σε μικτές ομάδες εργασίας– για την εκ βάθρων αναμόρφωση του Βυζαντινού Μουσείου, από έναν «αφύσικα ιεροποιημένο», κατά τον Δημήτρη Κωνστάντιο, μουσειακό χώρο σε ένα σύγχρονο μουσείο, ανοιχτό στην κοινωνία και στις προκλήσεις της.
Η πρώτη δική μας πρόκληση, πάντως, ήταν να σχεδιάσουμε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για την περιοδική έκθεση που θα εγκαινιαζόταν την 1η του Μάρτη.