Το 2010 επιβλέποντας εκσκαφές σε έργα της ΔΕΗ βρέθηκα στα Λιόσια. Το έργο σε αυτή την περιοχή διήρκησε περίπου τρεις εβδομάδες. Μετά την πρώτη εβδομάδα έκανε την εμφάνισή του ένας μαύρος σκυλάκος γκριφόν. Μόλις τον είδα να παρατηρεί από απόσταση το εργοτάξιο που είχε στηθεί, σκέφτηκα πως μάλλον μπήκαμε στα χωράφια του.
Τον πλησίασα για να διαπιστώσω αν είναι φιλικός και τον χάιδεψα. Πολύ κοντά ήταν ένα ψιλικατζίδικο και πήγα να του πάρω κάτι να φάει. Με περίμενε χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις. Δεν έδειχνε έντονη χαρά. Περίμενε όμως. Αυτό ήξερε πολύ καλά πώς να το κάνει.
Και από εκείνη την ημέρα ο σκύλος με περίμενε κάθε πρωί. Μέσα σε δύο ημέρες είχε μάθει τον ήχο του αυτοκινήτου μου. Τον καλημέριζα, του έβαζα να φάει και όταν ξεκινούσε το σκάψιμο παρακολουθούσε μαζί μου την εκσκαφή. Ερχόταν όπου πήγαινα και έμενε μαζί μου μέχρι τη λήξη του ωραρίου μου.
Όσες φορές σηκωνόμουν με ακολουθούσε και περνούσε πάνω από το χαντάκι, που είχε ανοιχτεί για τις ανάγκες του έργου, με ιδιαίτερη άνεση. Κάθε φορά όμως που σηκωνόμουν γιατί ήταν η ώρα να σχολάσω, δεν σηκωνόταν ποτέ από τη θέση του. Σαν να ήξερε πάντα την ώρα που θα έφευγα και θα επέστρεφα σπίτι.
Αυτό γινόταν επί δύο εβδομάδες σχεδόν. Κάθε μέρα με περίμενε να φανώ. Οι εργάτες μου έλεγαν πως ο σκύλος της ανασκαφής μας γνώριζε από πού θα φανεί το αμάξι μου. Κάθε μεσημέρι που σηκωνόμουν να φύγω δεν κουνιόταν από τη θέση του. Ήξερε πάντα ποια φορά ήταν αυτή.
Δεν ήταν από τα σκυλιά που μαντρωνόταν. Δεν έκανε προσπάθεια να τον συμπαθήσεις. Ήταν στωικός, σχεδόν δεν κουνούσε ουρά, αλλά ήθελε παρέα. Τον ήξερε τον δρόμο καλά, παρόλο που δεν ήταν μεγάλος σε ηλικία.