Τράβηξα τη φωτογραφία δίχως να τους ρωτήσω· όχι για τη γραφικότητά της, μα για την αδιόρατη μελαγχολία της. Δυο απόμαχοι σαν να κουβεντιάζουν για όσα η ζωή προσπερνά αδιάφορα. Ίσως μάλιστα να μην κάθισαν τυχαία κάτω από την πινακίδα που φανερώνει πως και αυτή η μητρική τους γλώσσα, που άντεξε αιώνες σ’ ετούτες τις πλαγιές του Πάρνωνα, αργοπεθαίνει τώρα.
Διότι βέβαια μια ζωντανή γλώσσα δεν χρειάζεται δημόσιες δηλώσεις της ύπαρξής της. Γρούσσα νάμου είνι τα Τσακώνικα. Ρωτήετε να νιουμ’ αληώι – Η γλώσσα μας είναι τα Τσακώνικα. Ρωτήστε να σας πουν.
Ωστόσο η θλιμμένη γοητεία που αφήνουν όσα παρέρχονται διαλύεται έξαφνα από το μνημονικό ίχνος που παρείσφρησε στην πάνω αριστερή γωνία της φωτογραφίας. Ένα ίχνος που κουβαλάει ακόμη τη μυρωδιά του αίματος. Οδός 21ης Ιανουαρίου 1949, η κεντρική οδός του Λεωνιδίου.
Πριν ξημερώσει εκείνη η μέρα δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού, που έδρευαν στα ψηλά του Πάρνωνα (στον Κοσμά και τον Άγιο Βασίλειο), ύστερα από μια δύσκολη και επικίνδυνη κατάβαση μες στα χιόνια, επιτέθηκαν στο Λεωνίδιο. Σκοπός τους να εξασφαλίσουν τα αναγκαία για τη συνέχιση του αγώνα: τρόφιμα και κυρίως πυρομαχικά.
Το Λεωνίδιο, μια κωμόπολη περίπου 3.000 κατοίκων, χτισμένη ανάμεσα σε απόκρημνα βουνά, σε μια κοιλάδα που εκβάλλει στη θάλασσα του Αργολικού, είχε εξελιχθεί σε προκεχωρημένη βάση του Εθνικού Στρατού. Υπήρχαν αποθήκες με σημαντικό πολεμικό υλικό, δύναμη 350 αντρών (στρατιώτες, χωροφύλακες και «Μάυδες», δηλαδή επιστρατευμένοι πολίτες) και γερή περιμετρική οχύρωση σε στρατηγικά σημεία.
Η πιο σκληρή μάχη δόθηκε στην είσοδο της πόλης από την πλευρά της ενδοχώρας, στον Μύλο του Μανωλάκη. Ένα γερό οχυρό που αποδείχτηκε απόρθητο. Οι μαχητές εισέβαλαν τελικώς από άλλα σημεία.
Αλλά ο διαθέσιμος για την επιχείρηση χρόνος είχε παρέλθει και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν δίχως να φορτώσουν τα πυρομαχικά. Οι ανταλλαγές πυροβολισμών άφησαν πίσω τους 19 νεκρούς. Επτά του Εθνικού Στρατού, οκτώ του Δημοκρατικού και τέσσερις πολίτες.