Στο βιβλίο κατέγραψα τις μαρτυρίες των τελευταίων οκτώ εν ζωή μεταλλωρύχων της Σερίφου. Ήταν παιδιά τη δεκαετία 1953-1963. Τότε που δήλωσαν «πτώχευση» οι Έλληνες εργολάβοι διαχειριστές.
Ανήλικοι εργάτες στις στοές. Στην επιφάνεια της γης, στο φόρτωμα, στις ξυλοδεσιές. Στα φουρνέλα, στην οικοδομή των εργατικών κατοικιών, στο χημείο. Όλοι έχουν να θυμηθούν ατυχήματα, δυστυχήματα, νεκρούς που κουβάλησαν στον ώμο τους. Ιστορίες καταγραφής ενός εργασιακού μεσαίωνα και κατασπατάλησης του φυσικού πλούτου του νησιού.
Όλα ξεκίνησαν από τη λογοτεχνία και προχώρησαν με τη δημοσιογραφική έρευνα. Στο τέλος ενός δίτομου μυθιστορήματος της Μαίρης Κόντζογλου, που αναπλάθει τη ζωή των μεταλλωρύχων και τη ματωμένη εξέγερσή τους το 1916, υπάρχει η επισήμανση ότι κάποιοι επιχειρηματίες παρουσιάζονται ως κληρονόμοι των Γερμανών διαχειριστών των μεταλλείων της Σερίφου (1870-1944) –κάποιοι εκ των οποίων καταδικάστηκαν ως δωσίλογοι, καθώς συνεργάστηκαν με τους ναζί– και διεκδικούν 2.500 στρέμματα.
Η αναζήτηση της είδησης με έφερε στο νησί. «Υπάρχουν τίτλοι ιδιοκτησίας σε ορυχεία ή σε μεταλλεία και εργοτάξια;» αναρωτήθηκα, με τη βεβαιότητα ότι αυτά είναι δημόσια περιουσία.
Στο νησί συνεχίζεται ο δικαστικός αγώνας για τη διάσωση της πατρογονικής γης από υποτιθέμενους κληρονόμους που είναι ισχυροί παίκτες στο real estate.
Πηγαίνοντας τρείς φορές στη Σέριφο, αντάμωσα τους ενήλικες σήμερα μεταλλωρύχους με την αγωνία να προλάβω την προφορική μαρτυρία τους πριν μας προλάβει ο χρόνος.
Όλοι τους ήταν παιδιά που στερήθηκαν τα γράμματα για το μεροκάματο από ήλιο σε ήλιο. Περπατούσαν ώρες ατελείωτες για να φτάσουν στις στοές ή στο λιμάνι. Στο ίδιο εκείνο λιμάνι που οι εκάστοτε εργολάβοι των μεταλλείων κατέπλεαν με τα κότερα.
Σήμερα οι περισσότεροι κουβαλούν ακόμη στο σώμα τους αναπηρίες από την παιδική τους ηλικία, γιατί τότε ήταν απλώς «αριθμοί» σε εργατικά ατυχήματα για τα οποία δεν αποζημιώθηκαν ποτέ.
Υπήρξαν θύματα στυγνής εκμετάλλευσης. Τους έκλεψαν την παιδική ανεμελιά, τους έκλεψαν ένσημα, τους έκλεψαν την πατρογονική γη με εκβιασμό.