Φοιτήτρια στο δεύτερο έτος, το 2001, αποφασίζω να πάω για εθελοντική εργασία στο εξωτερικό. Πιο συγκεκριμένα, στις Ιταλικές Άλπεις.
Αντί να τσαλαβουτάω σε κάποιο κυκλαδίτικο νησί, επέλεξα να περάσω τον Αύγουστό μου βοηθώντας στην αναστήλωση μεσαιωνικών κτισμάτων. Γέμισα τη βαλίτσα μου με ιδεαλισμό, περιέργεια και δίψα για τρελές εμπειρίες και ξεκίνησα.
Το επιπλέον κίνητρο ήταν (μην κοροιδευόμαστε) οι δωρεάν διακοπές. Για 15 μέρες θα τρώγαμε και θα κοιμόμασταν τσάμπα στις Ιταλικές Άλπεις! (Πού να φανταζόμουν ότι θα το πλήρωνα κυριολεκτικά με τον ιδρώτα μου…).
Μας παρέλαβαν από το Μπέργκαμο και ανεβήκαμε στο βουνό. Τα 20+ χρόνια που έχουν περάσει δεν μου επιτρέπουν να θυμηθώ το όνομα του χωριού που καταλύσαμε. Θυμάμαι ότι ήταν χαμένο στη μέση του πουθενά. Επίσης θυμάμαι ότι την πρώτη κιόλας μέρα ήθελα να επιστρέψω στην Αθήνα. Πού πήγα και έμπλεξα; Πως θα περνούσαν δεκαπέντε μέρες χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, χωρίς καν τρεχούμενο νερό;
Μαζί μ’ εμένα και μια πολυεθνική ομάδα πιτσιρικάδων: δύο Έλληνες, ένας Μαροκινός, δύο Τσέχες, δύο Ιταλοί, τρεις Ισπανίδες και μία Γαλλίδα. Και τα «αφεντικά». Μια ομάδα δήθεν εναλλακτικών Γερμανών, οι οποίοι αποδείχτηκε ότι διόλου ιδεαλιστές δεν ήταν αλλά πονηροί «εντρεπρενέρς». Εμείς θα δουλεύαμε σαν σκλάβοι για να νοικιάζουν αυτοί στη συνέχεια τα μεσαιωνικά κτίσματα και να τσεπώσουν τα χρήματα.
Έτσι άρχισε ο εθελοντισμός μας στο βουνό. Κάναμε τα πάντα: κόβαμε ξύλα, μεταφέραμε πέτρες, φτιάχναμε τσιμέντο. Εγώ επέλεξα και να μαγειρεύω μήπως και γλίτωνα το πολύ κουβάλημα. Θυμάμαι να φτιάχνω αυγά καγιανά τρίβοντας –δεν ξέρω κι εγώ πόσα– κιλά ντομάτες και σπάζοντας καμιά 50αριά αυγά σε ένα τηγάνι σαν μισή μπανιέρα.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας λιμοκτονούσαμε και τα αφεντικά –που εκτός από λαμόγια ήταν και τσιγκούνηδες– δεν μας άφηναν να τρώμε στα ενδιάμεσα των γευμάτων. Είχα αναλάβει να βγάζω κρυφά από την κουζίνα φρούτα και να τα μοιράζω στους άλλους πεινασμένους εθελοντές.