Πάντα περπατούσα πολύ. Παιδί, αναζητώντας περιπέτειες στα χωράφια πέριξ του χωριού, αργότερα στις τούμπες, τις σπηλιές που βρίσκονται σε διάταξη κοντά στην Πέλλα.
Περπατούσα στη Θεσσαλονίκη ως φοιτήτρια –πώς γίνεται να μην την περπατάς;–, στην Αθήνα πολλές φορές από ανάγκη και στους τόπους διακοπών από περιέργεια για να ανακαλύψω τις γωνιές και τις όψεις που δεν είναι προφανείς.
Κάποτε έπαψα να περπατώ. Όλα τα δρομολόγια έγιναν στερεοτυπικά. Προς τη δουλειά με αμάξι, πίσω με αμάξι, στο σουπερμάρκετ το ίδιο. Ξέχασα πώς είναι να βλέπεις τον κόσμο όχι από την αποσπασματική οπτική γωνία του εποχούμενου, μα από την πανοραμική του περιπατητή.
Ξέχασα και πώς είναι να νιώθεις τις μυρωδιές στο ακέραιο, τις φθορές των κτιρίων στη λεπτομέρειά τους, τους κήπους σε όλη τη μεγαλοπρέπειά τους την άνοιξη, την μπόχα κάποιας σπασμένης αποχέτευσης ή ενός ψοφιμιού χαμένου στα αγριόχορτα των εγκαταλειμμένων οικοπέδων.
Νομίζω ότι εκείνα τα χρόνια που δεν περπατούσα έχασα κάτι από τη γνώση μου για τον κόσμο. Οι πληροφορίες, μισές και λαβωμένες από το παρμπρίζ του αυτοκινήτου, έγιναν κάτι σαν την ημιτελή επικοινωνία της εποχής. Σκόρπιες λέξεις, απέραντοι μονόλογοι και κάτι κατηγόριες για όσα πάνε στραβά. Τα φανάρια που δεν λειτουργούν, τον μπροστά που πηγαίνει πολύ αργά, τον απέναντι που τρέχει πολύ, το μποτιλιάρισμα από τα διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Όλες οι εικόνες μου έγιναν κομμάτι ενός κυκλοφοριακού ρεπερτορίου. Ξεκινούσαν και σταματούσαν στην οδηγική συμπεριφορά, στους απρόσεκτους πεζούς, τους επικίνδυνους ποδηλάτες. Σαν να ξύπνησα μες στον ΚΟΚ και να έμεινα εκεί μετρώντας τα άρθρα του και τις παραβιάσεις του.
Δεν θυμάμαι πώς έγινε και ξεκίνησα πάλι να περπατώ. Ή μάλλον ξέρω. Με παρότρυνση γιατρού. Για το αυχενικό. Λίγο κάθε μέρα στην αρχή, μου είπε, κι έπειτα πέντε χλμ. τη μέρα. Πέντε χλμ. άσκοπης περιπλάνησης μου φάνηκαν γολγοθάς. Μα ξεκίνησα.