Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε κρίνει αρνητικά έναν άνθρωπο που μόλις γνωρίσαμε; Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε σχηματίσει μια άποψη μη γνωρίζοντας πραγματικά ούτε το παραμικρό για κάποιον που μόλις μας συστήθηκε; Κάπως έτσι κι εγώ δεν ξέφυγα από τον γενικό κανόνα. Πριν από αρκετά χρόνια είχα βρεθεί, παραμονές Χριστουγέννων, σε μια εκδήλωση ενός εκδοτικού οίκου. Δεν γνώριζα τότε ακόμη κανέναν από τον χώρο του βιβλίου. Ούτε κάποιον από τους βιβλιόφιλους που εμφανίζονται σε εκδηλώσεις βιβλίων ούτε φυσικά και συγγραφείς.
Ουσιαστικά είχα κατέβει στο κέντρο της Αθήνας για να αγοράσω μερικά βιβλία, τόσο για μένα όσο και για δώρα σε φίλους. Άγνωστο γιατί, είχα αποφασίσει να κάτσω λίγο στην εκδήλωση, χαζεύοντας, κατά κύριο λόγο, τα βιβλία που βρίσκονταν στα ράφια.
Κάποια στιγμή έρχεται ο εκδότης για να μου συστήσει τους Έλληνες συγγραφείς των οποίων εξέδιδε τα βιβλία τους και που βρίσκονταν στον χώρο. Δεν συγκράτησα ούτε ένα όνομα εκείνο το μεσημέρι. Ή σχεδόν κανένα, αφού μια συγκεκριμένη γυναίκα μου έβγαλε κάτι αρνητικό θεωρώντας την, αυθαίρετα, τουλάχιστον σνομπ. Ήταν κάτι σαν υπενθύμιση στον εαυτό μου να μην ξεγελαστώ και τη διαβάσω ποτέ.
Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και μου συστήθηκε από μόνη της μια άλλη συγγραφέας. Υπηρετούσε ένα λογοτεχνικό είδος που ανέκαθεν δεν άντεχα να διαβάζω. Τότε με αγένεια σχεδόν της είπα ότι είναι αυτή που δεν θα διαβάσω ποτέ. Η απάντησή της με κόλλησε στον τοίχο: «Ε και; Δεν έχω κανένα πρόβλημα. Ίσα ίσα μου αρέσουν οι συνειδητοποιημένοι αναγνώστες». Και συνέχισε την κουβέντα σαν να μη συνέβη τίποτε.