Μικρός πίστευα σε έναν κουτσό Άγιο Βασίλη. Ο πατέρας μου όταν ήταν παιδί έπαθε πολιομυελίτιδα με αποτέλεσμα το δεξί του πόδι να είναι λίγο πιο κοντό από το άλλο.
Δεν είμαι σίγουρος αν ήμουν ξύπνιος ή αν το ονειρεύτηκα. Ένα βράδυ είδα μια σιλουέτα να μπαίνει κουτσαίνοντας στο κατασκότεινο δωμάτιό μου όσο πιο σιγά γινόταν. Άφησε μια σβούρα που καθώς γύριζε αναβόσβηναν διάφορα λαμπάκια. Και την επόμενη χρονιά το πολυπόθητο τρενάκι… Ναι! Αυτό που από τη μηχανή έβγαζε άσπρο καπνό.
Μετά μεγάλωσα και κάπου στα έξι κατάλαβα ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης. Ή όπως τόσο ποιητικά είπε ο Φοίβος Δεληβοριάς: «Τον Αϊ-Βασίλη απλώς τον λέγαν μπαμπά». Μα η χαρά η ίδια ήταν όταν μου έδινε δώρα, που πλέον είχαν πάρει ηλεκτρονική μορφή, τα οποία μοιραζόμασταν. Ο πατέρας μου πανηγύριζε όταν κέρδιζα κι εγώ όταν έχανε. Γιατί ήταν η σειρά μου να ξαναπαίξω.
Τι άλλο να πρωτοθυμηθώ από τον γλυκό μου μπαμπάκα; Την αγαπημένη μου ΑΕΚ και τη Νέα Φιλαδέλφεια που τον έντυνα στα κίτρινα όποτε πηγαίναμε; Ή το Καραϊσκάκη και τον αγαπημένο του Ολυμπιακό; Και φυσικά τη Νέα Σμύρνη και τον αγαπημένο μας Πανιώνιο λόγω καταγωγής.
Tο λούνα παρκ στο Νέο Φάληρο με αυτή την μπαλαρίνα που πάντα ένιωθα να με καλωσορίζει με μια ανοιχτή αγκαλιά; Ή το υπόγειο ψιλικατζίδικο της κύριας Ευανθίας στη Σαπφούς απ’ όπου μου αγόραζε κάθε λογής χαρτάκια για τις συλλογές μου; Τέλος το ζαχαροπλαστείο στην Αγίων Πάντων που ήταν η τελευταία μας στάση για να φάμε λουκουμάδες πριν με πάει στη γιαγιά μου.
Ώσπου μία Τετάρτη, τον Φεβρουάριο του 1982, λίγες μέρες πριν κλείσω τα δέκα, τον περίμενα να έρθει να με πάρει από τη γιαγιά μου να πάμε τις συνηθισμένες μας βόλτες. Επειδή αργούσε αποφάσισα να πάω σπίτι του.