Γυρίζω το ρολόι δέκα χρόνια πίσω. 31 Δεκεμβρίου 2014. Πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη. Πρώτη φορά Παραμονή Πρωτοχρονιάς σε μια μουσουλμανική χώρα.
Η «αντίθεση» γίνεται αμέσως αντιληπτή: η απόλυτη απουσία κάθε χριστουγεννιάτικου στοιχείου. Ούτε χριστουγεννιάτικα δέντρα ούτε πολύχρωμα λαμπιόνα ούτε στολίδια στα πολύβουα σοκάκια, στις αγορές και στα σπίτια. Σαν ολόκληρη η Κωνσταντινούπολη –των 17 εκατομμυρίων κατοίκων (τότε)– να αγνοεί εντελώς αυτές τις γιορτινές μέρες.
Μόνο ένα μαγαζάκι έχει στη βιτρίνα του –μαζί με την υπόλοιπη πραμάτεια του– λίγα χριστουγεννιάτικα στολίδια προς πώληση. Λίγο πιο κάτω ένα ζαχαροπλαστείο έχει κρεμασμένη στην πόρτα του μια κάρτα που εύχεται στα ελληνικά «Καλή χρονιά» και ανάμεσα στα παραδοσιακά τουρκικά γλυκά ξεχωρίζουν μερικές βασιλόπιτες.
Η αρχική έκπληξη διαδέχεται τη συνειδητοποίηση. Μα βρίσκομαι στο Kurtuluş. Στα πρώην Ταταύλα. Την ιστορική γειτονιά που κουβαλά τις μνήμες μιας εποχής όταν εδώ ζούσαν κυρίως Ρωμιοί. Και όπου μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινότητας εξακολουθεί να κατοικεί ακόμη εδώ.
Το βράδυ βγαίνουμε από το σπίτι και κατευθυνόμαστε προς το σπίτι ενός ζευγαριού για να γιορτάσουμε. Δεν ακούγονται μουσικές ούτε γέλια ούτε οι γνώριμες φωνές μιας πόλης που ανυπομονεί να υποδεχτεί το νέο έτος.
Τα παράθυρα των σπιτιών σκοτεινά. Οι δρόμοι βυθισμένοι στο σκοτάδι με μόνο φωτισμό τις κιτρινισμένες λάμπες του δρόμου.
Στη γωνία λίγο πιο πάνω διακρίνω δύο φιγούρες που κοντοστέκονται. Είναι δύο άντρες με μακριά, σκούρα ρούχα και τακίγια στο κεφάλι. Πλησιάζοντας προς τα κει αρχίζουν να μας μιλούν με έντονο ύφος: «Η Πρωτοχρονιά είναι αμαρτία. Μην παρασύρεστε από τις ξένες συνήθειες. Αυτός δεν είναι ο δικός μας δρόμος».
Μη γνωρίζοντας ακόμη τη γλώσσα δεν καταλαβαίνω τι έχει συμβεί. Ο φίλος μου μου εξηγεί πως πρόκειται για πιστούς μουσουλμάνους που τα δύο τελευταία χρόνια παραμονεύουν στα στενά της και προσπαθούν να αποτρέψουν τον κόσμο από το να γιορτάσει την Πρωτοχρονιά.