Κάθε φορά που προσπαθώ να σκεφτώ μια ανάμνηση με τον πατέρα μου Αλέκο Φασιανό δυσκολεύομαι. Είναι σαν να έχω διαγράψει τα πάντα από τη στιγμή που έφυγε από τη ζωή.
Ωστόσο οι μνήμες μου έρχονται σε άσχετες στιγμές, συνήθως λίγο πριν κοιμηθώ. Είναι πολύ περίεργο αυτό, επειδή είχε τόσο δυνατή προσωπικότητα και ήταν πολύ ιδιαίτερος. Δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο κλασικός πατέρας. Ήταν πιο πνευματική η ύπαρξή του. Υπήρχε και δεν υπήρχε.
Μπορώ να σας μιλήσω για το πώς ήταν μια καθημερινή μέρα στο σπίτι μας. Μέναμε στου Παπάγου. Το ατελιέ του Αλέκου ήταν στον 4ο όροφο, ένας χώρος που δεν πατούσες πολύ. Ξύπναγε στις 7-8 το πρωί και έφτιαχνε τα πολύ περίεργα πρωινά του. Δικές του πίτες με ιδιαίτερα υλικά. Ακόμη κι εκεί συνδύαζε τα χρώματα για να βγάλει ένα καλαίσθητο αποτέλεσμα.
Δούλευε στο ατελιέ του μέχρι το βράδυ. Ταυτόχρονα μπορεί να παρακολουθούσε στην τηλεόραση πρωινάδικα. Είχε άπειρα περιοδικά από τα οποία έκοβε φιγούρες και από εκεί έπαιρνε ιδέες για τις γνωστές μορφές των έργων του.
Κάθε βράδυ ήθελε να βγαίνει έξω για φαγητό. Πηγαίναμε σε ταβέρνες με άλλους φίλους του καλλιτέχνες. Κάθε μέρα είχε την ίδια ρουτίνα μιας και πίστευε ότι η επανάληψη είναι το συστατικό της επιτυχίας.
Εγώ έκανα πολλές εμφανίσεις στο ατελιέ του αλλά για να έχεις χρόνο μαζί του έπρεπε να τον διεκδικήσεις. Κυρίως καθόμουν και παρατηρούσα. Καμιά φορά τον βοηθούσα, συζητούσαμε, έβαζα και καμιά πινελιά. Αλλά όλα έπρεπε να γίνονται σε απόλυτη ησυχία.
Μέχρι τα 16 μου πολλές φορές κοιμούμουν μαζί του επειδή φοβόμουν. Ο Αλέκος είχε δικό του δωμάτιο με ένα μονό, πολύ σκληρό κρεβάτι. Σαν ερημίτης. Γενικώς ζούσε πολύ λιτά. Εγώ κοιμόμουν στο πάτωμα, στο μάρμαρο, με ένα σεντόνι και ένα μαξιλάρι.