Τη δεκαετία του ’70 η μητέρα μου έζησε για κάποιο διάστημα στη Σαουδική Αραβία. Ακολούθησε τον πατέρα μου εκεί λόγω της εργασίας του. Αντί για γράμματα, έστελνε στην οικογένειά της στην Ελλάδα ηχογραφημένες κασέτες με τα νέα της. Αυτές οι κασέτες ήταν η έμπνευση για να γράψει ο Γιάννης Κεντρωτάς το έργο Η λεμονιά. Kαι να το κάνω στη συνέχεια παράσταση.
Από παιδί γνώριζα την ύπαρξη αυτών των κασετών αλλά δεν τις είχα ακούσει ποτέ. Ωστόσο η μητέρα μου μου είχε διηγηθεί πόσο δύσκολο ήταν για εκείνη το διάστημα που έζησαν εκεί. Για το πόσο περιορισμένη ήταν η ζωή της. Και αυτό γιατί η ίδια είχε μεγαλώσει σε μια διαφορετική κουλτούρα, στην οποία οι γυναίκες είχαν περισσότερες ελευθερίες.
Το 2011 και ενώ η μητέρα μου και η γιαγιά μου είχαν φύγει από τη ζωή, η αδελφή της μητέρας μου ανακαλύπτει αυτές τις κασέτες. Τις είχε φυλαγμένες η γιαγιά μου σε ένα παλιό σερβάν. Μου τις έδωσε λέγοντάς μου: «Αυτές είναι για σένα, είναι η φωνή της μαμάς σου». Πήρα ένα κασετόφωνο που είχαμε για να τις ακούσω και πατώντας το play ήταν σαν να έκανα ένα ταξίδι σε μια άλλη εποχή…
Άκουγα τη γλυκιά φωνή μιας νέας γυναίκας, ευγενικής και συγκρατημένης στον τρόπο που μιλούσε. Mε λεξιλόγιο που πλέον δεν πολυχρησιμοποιείται. Έλεγε στους δικούς της πόσο πολύ της λείπανε που ήταν μακριά τους.
Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση είναι πως δεν έμοιαζε καθόλου με τη φωνή της μητέρας μου όπως τη γνώρισα εγώ. Μιας γυναίκας δυνατής, δυναμικής και ανεξάρτητης με πολύ διαφορετικά προβλήματα. Αυτό δημιούργησε ένα κενό στη σκέψη μου για έναν άνθρωπο που πίστευα ότι γνώριζα τόσο καλά.
Τι μπορεί να είναι αυτό που κάνει κάποιον να αλλάξει τόσο; Συμβαίνει σε όλους μας αλλά δεν το καταλαβαίνουμε; Είναι ένα πράγμα ή είναι πολλά;