Γνώρισα τη Φωτεινή Ζαφειροπούλου –προτού να δώσω εξετάσεις στην Αρχαιολογική Υπηρεσία– ως θηλυκό μέντορα του Γιώργου Βελένη στην αρχαιολογία. Ήταν αυτή που όταν έκανε την ανασκαφή στο Τσικαλαριό της Νάξου, εκεί κάπου το 1965, αναζήτησε στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε περάσει τα προηγούμενα χρόνια ως πρωτοδιορισμένη, έναν αρχιτέκτονα για σχεδίαση των τάφων του γεωμετρικού νεκροταφείου.
Ο δευτεροετής τότε φοιτητής ανταποκρίθηκε ευχαρίστως, καθώς δελεάστηκε από τη διαμονή στο νησί. «Πού να το φανταζόμουν» έλεγε αργότερα πειράζοντάς την, «ότι θα με είχες απομονωμένο όλες τις μέρες στο κορφοβούνι να βλέπω τα σύννεφα από την πάνω πλευρά και τη θάλασσα με το κιάλι».
Ο συγχρωτισμός του ωστόσο με την εκρηκτική προσωπικότητα της Φωτεινής του έστρεψε το ενδιαφέρον προς την αρχαιολογία και του άλλαξε τον επαγγελματικό του ορίζοντα. Έτσι όταν πήρε το πτυχίο Αρχιτεκτονικής, σπούδασε αμέσως στη Φιλοσοφική Σχολή.
«Θυμάσαι, Γιώργο, που από τον δυνατό ήλιο ανέβασες υψηλό πυρετό και για να μην πέφτεις το βράδυ από την κουκέτα σε δέναμε στο κρεβάτι και οι εργάτες νόμιζαν ότι το κάναμε για να μη νυχτοπερπατάς;» αφηγούνταν η Φωτεινή με τον γλαφυρό της τρόπο, ξεσπώντας σε εκείνα τα υπέροχα τρανταχτά, γάργαρα γέλια της που χαρακτήριζαν συχνά τις σπιρτόζικες αφηγήσεις της για τα παραλειπόμενα της ανασκαφής.
Οι δυο τους διατήρησαν τρυφερή σχέση φιλίας όλα τα επόμενα χρόνια. Έτσι ήταν η Φωτεινή: επηρέαζε και μετέδιδε το πάθος της για την αρχαιολογία σε όποιον είχε κοντά της.
Γνώρισα ξανά τη Φωτεινή Ζαφειροπούλου ως Παπαδοπούλου, όπως ήταν το πατρικό της όνομα, μέσα από το αρχαιολογικό της έργο, διαβάζοντας λεπτομερείς αρχαιολογικές αναφορές της στο Αρχαιολογικό Δελτίο και αυστηρά, άτεγκτα έγγραφά της στο ιστορικό αρχείο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης. Ήταν το 1989 όταν καταπιάστηκα με το έργο της ανασκαφής, ανάδειξης και αναστήλωσης του αρχαιολογικού χώρου της αγοράς των αυτοκρατορικών χρόνων στη Θεσσαλονίκη.