Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, στα περίφημα σκυλάδικα της Θηβών, της Π. Ράλλη και της Ιεράς Οδού, ένα από τα μεγάλα ονόματα της «νυχτερινής διασκέδασης των φτωχών», όπως την αποκαλούσαμε εκείνα τα χρόνια όλοι εκείνοι που ήμασταν θαμώνες αυτών των νυχτερινών κέντρων, ήταν ο Γιάννης Βλάσσης.
Λαϊκή φωνή από τις λίγες και υποτιμημένη. Λίγο ο χώρος, λίγο ο Βλάσσης που ήταν μια ατραξιόν μόνος του, έπαιξαν τον ρόλο τους. Ήξερε εκατοντάδες τραγούδια, τραγουδούσε ό,τι ήθελε, όπως ήθελε, άλλαζε στίχους, μπορούσε να ήταν στην πίστα ώρες ολόκληρες. Κανονικό «τρελοκομείο» με την καλή έννοια.
Ντόμπρος και αυθεντικός χαρακτήρας ο Βλάσσης, τραγουδούσε τότε ένα ζεϊμπέκικο Σ’ αυτό το παραθύρι για το οποίο μας έλεγε γεμάτος καμάρι ότι μια μέρα θα το κάνει τεράστια επιτυχία. Ήταν ένα ξεχασμένο τραγούδι από τα παλιά (1974) που είχε τραγουδήσει χωρίς να γίνει επιτυχία η Καίτη Ντάλη. «Θα το κάνω σουξέ, ο κόσμος δεν το ξέρει Δεν το έχετε ακούσει πουθενά. Θα το πάω σε μεγάλες εταιρείες και θα το κάνω επιτυχία από τις λίγες» έλεγε με καμάρι ο Γιάνναρος.
Οι μέρες περνούσαν, ο Βλάσσης τραγουδούσε Σ’ αυτό το παραθύρι κάθε βράδυ σε όλα τα μαγαζιά που εμφανιζόταν στη δυτική Αττική. Είτε στο RBS είτε στα Ξημερώματα είτε στο Βαλεντίνο, ή το Τεν Τεν, στη συμβολή Π. Ράλλη και Γρ. Λαμπράκη στη Νίκαια. Χαρούμενος διαλαλούσε ότι πήγε το τραγούδι στις δισκογραφικές και τους άρεσε.