Εκείνο το φθινοπωρινό μεσημέρι βρήκα τη Σοράγια κοντά στις γραμμές του τρένου. Πήγαινε να μαζέψει τα μικρά που πουλούσαν χαρτομάντιλα στα φανάρια Κωνσταντινουπόλεως και Ιεράς Οδού.
Της είπα να βιαστεί για να είναι στην ώρα της στο «γραφείο» – έτσι είχαν βαφτίσει τα παιδιά το ισόγειο κατάστημα που είχαμε νοικιάσει στην οδό Κελεού. Η έδρα αυτού του διαφορετικού προγράμματος του υπουργείου Πολιτισμού ήταν εκεί, ανάμεσα σε βουλκανιζατέρ και συνεργεία αυτοκινήτων.
Ήρθε στην ώρα της. Με χτενισμένα τα μακριά μαύρα της μαλλιά, μαζί με τη φίλη της, τη Σιμπέλ. Όταν μαζεύτηκαν όλα τα παιδιά ξεκινήσαμε, όπως ήταν προγραμματισμένο, για το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων. Πήραμε το λεωφορείο της γραμμής, κατεβήκαμε στο Μοναστηράκι και περπατήσαμε μέχρι το «μουσείο με τα όργανα», όπως το έλεγαν τα παιδιά.
Όλα κυλούσαν ομαλά στη δραστηριότητα που είχαμε σχεδιάσει για εκεί. Τα παιδιά συμμετείχαν με ενθουσιασμό και κέφι. Προσπαθούσαν να ταιριάξουν διάφορους ήχους που είχαμε γράψει στο κασετόφωνο με τα όργανα που έβλεπαν στις βιτρίνες – τις φλογέρες και τα σουραύλια, τις τσαμπούνες και τις γκάιντες, τις κιθάρες και τα σαντούρια.
Αντέγραφαν από τις λεζάντες τα ονόματα των οργάνων. Στάθηκαν περισσότερο στα τουμπερλέκια και τα ντέφια, που τα ήξεραν καλύτερα, αλλά και στις κουδούνες, στα τρίγωνα, στις λαλίτσες, τις ροκάνες και τις σφυρίχτρες.
Μέχρι που όταν κοντεύαμε προς το τέλος πια μπουκάρισε μια ομάδα μαθητών λυκείου κάνοντας μεγάλο σαματά. Τα παιδιά της δικής μας ομάδας αποδιοργανώθηκαν προς στιγμή και γύρισαν να κοιτάξουν ενοχλημένα τους «εισβολείς».
Η Σοράγια ανέλαβε να «καθαρίσει» για όλους. «Ησυχία» φώναξε δυνατά και κοφτά προς τα λυκειόπαιδα, «εδώ είναι μουσείο».
Πάγωσαν εκείνα. Κι έμειναν αποσβολωμένα να κοιτούν μια ομάδα από «γυφτάκια» που συμμετείχαν σε μια εκπαιδευτική μουσειακή δράση να τους κάνουν παρατήρηση.
Τα βλέμματα απορίας και οι ψίθυροι από την πλευρά τους δεν σταμάτησαν μέχρι που ολοκληρώσαμε τη δράση μας και σηκωθήκαμε για την αναχώρηση.