Από τους χειμώνες της χούντας έχω μια γενική και αόριστη εντύπωση ψύχους και σκοτεινιάς. Το κέντρο Νεράιδα της Αθήνας, υπόγειο, στην Αγίου Μελετίου, το θυμάμαι. Περνούσαμε καμιά φορά από μπροστά γιατί μέναμε παραπάνω, στην οδό Κυψέλης. Φεβρουάριος ήταν του 1973 όταν έγινε το κακό. Δεν είχε και πολλά συνταρακτικά τότε η ελληνική κοινωνία που θα μπορούσαν να γίνουν γνωστά. Συνέβαιναν βέβαια συνέχεια φρικτά πράγματα, κρυφά, ορισμένα από τα οποία κάποιοι με κάποιον τρόπο τα πληροφορούμασταν.
Για μέρες ήταν στην επικαιρότητα το πολλαπλό έγκλημα με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κοεμτζή. Λούμπεν, περιθώριο, πρώην φυλακισμένοι, μεθυσμένοι, τραγούδια του Βαμβακάρη, αστυνομικοί με ύφος και συμπεριφορά απόλυτης εξουσίας, παραγγελιές, φόνοι. Όταν πολλοί βασανίζονταν, όταν το φοιτητικό κίνημα φούντωνε, όταν σε συμφοιτητές μας κόπηκαν οι αναβολές του στρατού και κατέληξαν να τους «περιποιηθούν» σε κάποιες μακρινές μονάδες.
Μετά ήρθε η μεταπολίτευση, ο Σαββόπουλος έγραψε Το μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο, συγκινηθήκαμε, μάθαμε κάμποσα για τον Νίκο Κοεμτζή, αρχίζαμε να αναρωτόμαστε για αποχρώσεις που δεν πιστεύαμε ότι μας αφορούσαν προηγουμένως.
Πέρασαν πολλά χρόνια. Ένα Σάββατο μεσημέρι, στις αρχές του αιώνα μας, ύστερα από μια βόλτα στην Πλάκα ψάχνουμε με τον άντρα μου ταξί για να επιστρέψουμε στο σπίτι. Σταματάει ένα, καθόταν μπροστά ένας μεσήλικας με μούσι και γκρίζο παλτό. Μας λέει ο ταξιτζής: «Εξάρχεια πάμε, βολεύει;». «Ωραία, κι εμείς εκεί» απαντάω. Καθόμαστε στο πίσω κάθισμα.
Ο επιβάτης έδειχνε να συνεχίζει μια μακρά κουβέντα με τον οδηγό, σε έντονο ύφος, για κάποια Σταυρούλα που του είχε κάνει κακό. Δεν ήταν και πολύ σαφές. Και ξαφνικά –τι με πιάνει ώρες ώρες;– του λέω: «Μα τι σας έχει κάνει πια αυτή η Σταυρούλα; Σας απάτησε;». Γυρίζει πίσω και με κοιτάει. Αλήθεια σας λέω, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο βλέμμα. Και είχε ήδη τύχει να αντιμετωπίσω το 1973 τέσσερις ΕΣΑτζήδες και μια ανάκριση από έναν αστυνομικό από αυτούς που τιμωρήθηκαν αργότερα.