Παρουσιάστηκα στρατιώτης τον Ιούλιο του 1968. Αφού πέρασα από τα στρατόπεδα Τρίπολης, Κορίνθου και Χαϊδαρίου, κατέληξα στο τάγμα «ανεπιθυμήτων» Εμμανουήλ Παπά στις Σέρρες. Εκεί η ζωή μου ήταν ένα μαρτύριο και πάνω στην απελπισία μου έστειλα ένα σημείωμα στη μουσική της μεραρχίας με τα προσόντα μου. Κλαρίνο για την μπάντα και κιθάρα – τραγούδι για τη λέσχη των αξιωματικών.
Για καλή μου τύχη ήθελαν τραγουδιστή. Και καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και η ημέρα του πιο σημαντικού χορού της χρονιάς, με πήραν αμέσως από το κάτεργο. Έγραψα στο σπίτι να μου στείλουν την κιθάρα μου και πολιτικά ρούχα αλλά επειδή δεν υπήρχε χρόνος, με βόλεψαν οι συνάδελφοι.
Έτσι τη βραδιά του μεγάλου χορού ήμουν πανέτοιμος για την παρθενική εμφάνισή μου στη λέσχη. Τα πάντα εκεί μέσα ήταν τακτοποιημένα σύμφωνα με την ιεραρχία. Πίσω οι χαμηλόβαθμοι και μπροστά καθόταν ο θεός ο ίδιος: ο στρατηγός Ζαγοριανάκος (ο μετέπειτα «αποφασίζομεν και διατάσσομεν») με τους επιτελείς του. Ο υπολοχαγός Ζαχαρίας φορούσε σμόκιν και παπιγιόν και ως αρχιμουσικός φρόντιζε για το πρόγραμμα.
Η ορχήστρα, δηλαδή ο Φίλιππος Παπαδόπουλος στο αρμόνιο, ο Τάσος Χαμουρτιάδης, ο κιθαρίστας των Vikings, και ένας ντράμερ έπαιζαν μελωδίες του Γιώργου Κατσαρού, ενώ εγώ καθόμουν στην κουζίνα και περίμενα. Κάποια στιγμή άκουσα τον υπολοχαγό μου να με αναγγέλλει.
«Και τώρα ένας στρατιώτης με την κιθάρα του θα μας τραγουδήσει τραγούδια του νέου κύματος». Ζώστηκα την κιθάρα μου και πήγα στο μικρόφωνο που ήταν ακριβώς μπροστά στον στρατηγό. Έπιασα ένα ρε ματζόρε και απίστευτα ήρεμος άρχισα να τραγουδώ:
Στο Βιετνάμ πυρπόλησαν το ρύζι
Πυρπόλησαν το ρύζι
Στη Σαϊγκόν δεν μπόραγες να ζήσεις…
Άκρα του τάφου σιωπή. Ο στρατηγός ανέκφραστος με κοίταζε κατάματα προσπαθώντας να καταλάβει τι κάνω, ενώ εγώ απτόητος συνέχιζα το τραγούδι. Καμιά φορά το τραγούδι τελείωσε μες στη γενική βουβαμάρα και άκουσα τον υπολοχαγό μου να μου ψιθυρίζει: «Γρήγορα στην κουζίνα».