Με τα εμβατήρια σηκώνεται η τρίχα μας όπως στα ζώα όταν είναι ετοιμοπόλεμα. Από μικρά παιδιά χαίρονται οι άνθρωποι στις εθνικές εορτές· ακόμη δεν έχω καταλάβει γιατί. Ίσως επειδή είναι αργία; Αυτό όμως για εμένα ήταν πάντοτε ένας λόγος να στενοχωριέμαι, επειδή στο σχολείο περνούσα καλύτερα από το σπίτι μου. Μήπως ένιωθε ο κόσμος συγκίνηση επειδή στις εθνικές εορτές μάθαινε την έννοια της υπερηφάνειας πάνω στα ιερά κόκαλα των προγόνων;
Δεν μου άρεσαν οι παρελάσεις· αν μάλιστα υπήρχαν και όπλα, φοβόμουν.
Το θέμα όμως στα εννιά μου χρόνια ήταν ότι θα έλεγα ποίημα στη γιορτή και δεν είχα μπλε φούστα και άσπρη μπλούζα να φορέσω όπως όλα τα άλλα κοριτσάκια. Σήμερα θα έλεγα ότι ήμασταν φτωχοί. Γι’ αυτό. Εκείνη την εποχή δεν ήξερα ότι υπάρχουν πλούσιοι. Νόμιζα πως όλος ο κόσμος ζει όπως εμείς, εκτός βέβαια από τα παραμύθια με τους βασιλιάδες και τα πριγκιπόπουλα. Άρχισα να ακούω για πλούσιους όταν έλεγαν ότι αυτοί μένουν σε πολυκατοικίες.
Η φίλη μου η Στέλλα, συμμαθήτριά μου, είχε και την μπλούζα και τη φούστα. Αυτοί έμεναν σε χτιστό σπίτι, όχι σε παράγκα· επειδή μάλλον ο πατέρας της ήταν χτίστης εργολάβος. Μαζί θα λέγαμε το μεγάλο ποίημα.
Πάντα μου άρεσε να απαγγέλλω. Η μάνα μου βρήκε τη λύση για τη μοναχοκόρη της. Είχε ένα ταγεράκι τσόχινο σε χρώμα ανοιχτό λαδί, αποφόρι της αδελφής της. Το στένεψε, το κόντυνε και μου το φόρεσε. Χάθηκα μες στις πιέτες και έβαλα τα κλάματα.