Ολη της τη ζωή βρεχόταν. Όχι μόνο από εξωτερικές μπόρες και καταιγίδες. Έσταζε η παράγκα στο Πέραμα και περνούσε το βάσανο της σταγόνας όλη τη νύχτα από τα κατσαρολάκια που έβαζε τριγύρω. Όμως σαν έλαμπε ο ήλιος πάλι και στέγνωναν τα ρούχα, γελούσε. Το γέλιο ήταν η δύναμή της.
Την παρατηρούσα όταν σιδέρωνε τα ρούχα με το σίδερο που έκαιγε κάρβουνα. Το κουνούσε πέρα δώθε στον αέρα να ανάψει καλά και σιδέρωνε τα ρουχαλάκια της με μεγάλη επιμέλεια. Της άρεσε να σιδερώνει. Το βλέμμα της απλανές και τα δάκρυα πολλές φορές να τρέχουν στα μάγουλά της δίχως ακριβώς να κλαίει.
«Τι έχεις μαμά;» τη ρωτούσα με απορία. «Τίποτε, βρε κουτό» απαντούσε και γελούσε πάλι.
Αργότερα, όταν ήρθε το ηλεκτρικό και σ’ εμάς, της χάρισε η αδελφή της ένα ηλεκτρικό σίδερο. Έκανε τσάκιση ακόμη και στα μπλουτζίν. Απέκτησε και σιδερώστρα.
Ήταν μια εποχή που φημιζόταν πολύ η Ρόδος για τις πεταλούδες και τις ομπρέλες της. Όποιος πήγαινε στην Ρόδο έφερνε δώρο ομπρέλα. Έτσι άρχισε να μαζεύει ομπρέλες, τις οποίες τακτοποιούσε με τις ταμπελίτσες της τιμής τους και δεν τις χρησιμοποιούσε για να μη χαλάσουν. Είχε συνηθίσει να βρέχεται. Περνούσαν τα χρόνια. Ο καθένας έβρισκε πλέον ομπρέλες φτηνές ακόμη και στη λαϊκή αγορά.
Όταν πέθανε στα 91 της χρόνια, βρέθηκαν στο σπίτι της ενενήντα μία ολοκαίνουργιες, άθικτες ομπρέλες μες στην ντουλάπα. Μαζί με μία λεοπάρδαλη…
Όσο τη θυμάμαι μιλούσε για το καλό της παλτό, το οποίο σπάνια φορούσε στο ζεστό κλίμα της Ελλάδας. Ίσως για να μην το χαλάσει κιόλας. Το είχε αγοράσει όταν ζούσε στη Γερμανία, όπου εργάστηκε για μερικά χρόνια ως μετανάστρια τη δεκαετία του ’60. Πολύ κρύο εκεί.
Το είχα δει μια φορά, ήταν σαν λεοπάρδαλη. Ήταν πολύ περήφανη για το πανάκριβο, όπως έλεγε, απόκτημά της.