Skip to content
Home » 91 ομπρέλες και μία λεοπάρδαλη στην ντουλάπα της μαμάς

91 ομπρέλες και μία λεοπάρδαλη στην ντουλάπα της μαμάς

    91 ομπρέλες και μία λεοπάρδαλη στην ντουλάπα της μαμάς

    Published

    91 ομπρέλες και μία λεοπάρδαλη στην ντουλάπα της μαμάς

    Published
    Η Μαριάννα Κομματά γράφει στο Short Stories για την ομπρελομανία της μαμάς της, η οποία στα 91 της χρόνια βρέθηκε να έχει συγκεντρώσει 91 άθικτες ομπρέλες που συντρόφευαν στην ντουλάπα της ένα παλτό που ελάχιστα φόρεσε στη ζωή της

    Ολη της τη ζωή βρεχόταν. Όχι μόνο από εξωτερικές μπόρες και καταιγίδες. Έσταζε η παράγκα στο Πέραμα και περνούσε το βάσανο της σταγόνας όλη τη νύχτα από τα κατσαρολάκια που έβαζε τριγύρω. Όμως σαν έλαμπε ο ήλιος πάλι και στέγνωναν τα ρούχα, γελούσε. Το γέλιο ήταν η δύναμή της.

    Την παρατηρούσα όταν σιδέρωνε τα ρούχα με το σίδερο που έκαιγε κάρβουνα. Το κουνούσε πέρα δώθε στον αέρα να ανάψει καλά και σιδέρωνε τα ρουχαλάκια της με μεγάλη επιμέλεια. Της άρεσε να σιδερώνει. Το βλέμμα της απλανές και τα δάκρυα πολλές φορές να τρέχουν στα μάγουλά της δίχως ακριβώς να κλαίει.

    «Τι έχεις μαμά;» τη ρωτούσα με απορία. «Τίποτε, βρε κουτό» απαντούσε και γελούσε πάλι.

    Αργότερα, όταν ήρθε το ηλεκτρικό και σ’ εμάς, της χάρισε η αδελφή της ένα ηλεκτρικό σίδερο. Έκανε τσάκιση ακόμη και στα μπλουτζίν. Απέκτησε και σιδερώστρα.

    Ήταν μια εποχή που φημιζόταν πολύ η Ρόδος για τις πεταλούδες και τις ομπρέλες της. Όποιος πήγαινε στην Ρόδο έφερνε δώρο ομπρέλα. Έτσι άρχισε να μαζεύει ομπρέλες, τις οποίες τακτοποιούσε με τις ταμπελίτσες της τιμής τους και δεν τις χρησιμοποιούσε για να μη χαλάσουν. Είχε συνηθίσει να βρέχεται. Περνούσαν τα χρόνια. Ο καθένας έβρισκε πλέον ομπρέλες φτηνές ακόμη και στη λαϊκή αγορά.

    Όταν πέθανε στα 91 της χρόνια, βρέθηκαν στο σπίτι της ενενήντα μία ολοκαίνουργιες, άθικτες ομπρέλες μες στην ντουλάπα. Μαζί με μία λεοπάρδαλη…

    Όσο τη θυμάμαι μιλούσε για το καλό της παλτό, το οποίο σπάνια φορούσε στο ζεστό κλίμα της Ελλάδας. Ίσως για να μην το χαλάσει κιόλας. Το είχε αγοράσει όταν ζούσε στη Γερμανία, όπου εργάστηκε για μερικά χρόνια ως μετανάστρια τη δεκαετία του ’60. Πολύ κρύο εκεί.

    Το είχα δει μια φορά, ήταν σαν λεοπάρδαλη. Ήταν πολύ περήφανη για το πανάκριβο, όπως έλεγε, απόκτημά της.

    Ανατρίχιασα. Ξήλωσα το μανίκι για να δω αν ήταν αλήθεια αυτό που υποψιάστηκα. Έμεινα με το μανίκι στο χέρι. Ήταν δέρμα ζώου. Ήταν αληθινή λεοπάρδαλη

    Υπάρχουν φτωχοί άνθρωποι που νιώθουν τόσο υποταγμένοι στους πλούσιους, που αν μπορέσουν να αποκτήσουν ένα έστω από τα αντικείμενα της αίγλης των πλουσίων, νιώθουν ανωτερότητα, έστω έτσι. Γι’ αυτό βλέπεις να βγαίνει κάποιος από την παράγκα με Rolex στο χέρι ή με χρυσή καδένα στο λαιμό ή με ένα ρούχο φανταχτερό.

    Όταν πέθανε η μαμά και ανακαλύψαμε την ομπρελομανία στην ντουλάπα, έπιασα και το φημισμένο της παλτό στα χέρια μου. Ήταν βαρύ πολύ. Το χάιδεψα. Ήταν απαλό το τρίχωμα με σχέδια λεοπάρδαλης. Σκέφτηκα «μήπως; Δεν πιστεύω να…». Ανατρίχιασα. Ξήλωσα το μανίκι για να δω αν ήταν αλήθεια αυτό που υποψιάστηκα.

    Έμεινα με το μανίκι στο χέρι. Ήταν δέρμα ζώου, ήταν αληθινή λεοπάρδαλη!

    Και με πήραν τα κλάματα. Για το άτυχο ζώο, για την άτυχη μάνα μου…

    banner_300_250
    Picture of Μαριάννα Κομματά
    Η Μαριάννα Κομματά είναι συνταξιούχος. Εργαζόταν στη σύνταξη του ελληνικού προγράμματος της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας (BR) στο Μόναχο έως το 2002

    MORE STORIES