Λατρεύω το κέντρο της Αθήνας. Έχω ζήσει σε τέσσερα σπίτια την όμορφη δεκαετία της ζωής μου, από 21 έως 31 χρόνων. Πρόλαβα ενοίκια σε σπίτια πέριξ της πλατείας Εξαρχείων 150 και 200 ευρώ – αξιοπρεπέστατα σπίτια. Μέχρι που το σπίτι που νοίκιασα στην Κυψέλη έφτασε να κοστίζει 450 ευρώ: ένα διαμέρισμα σε δρόμο κοντά στην Αγίας Ζώνης, 50 τ.μ., παλιό, με αρκετά συν, αλλά όχι τόσα ώστε να δικαιολογούν αυτή την τιμή. Μια Ισραηλίτισσα το αγόρασε από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του και ζήτησε αύξηση στο ενοίκιο.
Πριν έδινα 370 ευρώ. Ο μισθός μου από το επάγγελμά μου ως δημοσιογράφου (εργάζομαι σε διάφορα sites) ανέρχεται γύρω στα 1.200 ευρώ τον μήνα. Συνειδητοποίησα ότι αν δυσκολευόμουν μια φορά με το ενοίκιο των 370 ευρώ να τα βγάλω πέρα, δουλεύοντας ήδη πάρα πολλές ώρες την ημέρα, με τα 450 θα ζοριζόμουν σοβαρά.
Έτσι αντί να ανανεώσω το συμβόλαιό μου, ξενοίκιασα το σπίτι. Όλη μου η περιουσία είναι τα βιβλία μου, ένας καθρέφτης, ένα κομοδίνο, ένα γραφείο, ρούχα και παπούτσια. Πάντοτε φρόντιζα να μένω σε επιπλωμένα σπίτια. Όπως λέω καμιά φορά, αντί να πάρω ένα καλό κρεβάτι κι έναν καναπέ της προκοπής, ταξίδεψα στην Ελλάδα, την Ευρώπη, την Αμερική.
Πήγα τα πράγματα στο πατρικό μου και τα δυο μου κατοικίδια στον άνθρωπο που εμπιστεύομαι περισσότερο, τη μεγάλη αγάπη της ζωής μου – υποστήριξε ολόψυχα (και έμπρακτα) την απόφασή μου να πάρω τα βουνά. Αποφάσισα λοιπόν να ζήσω όσο πιο κοντά στα όνειρά μου μπορώ.
Ένιωσα κούραση από το εν Αθήναις κλίμα της τουριστικοποίησης, της φασαιότητας μαγαζιών πανάκριβων. Αισθάνθηκα κορεσμό και με πλάκωσε και λίγο η περιρρέουσα γκρίνια για το πόσο σκατά είναι η ζωή. Για το πόσο δεν φτάνουν τα λεφτά. Για το πόσο μάταια είναι όλα στην Ελλάδα.