Στο τέλος Αυγούστου έγινε στη Ρώμη το σημαντικότατο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Αρχαιολόγων. Συμμετείχαν περίπου 4.500 σύνεδροι, πραγματοποιήθηκαν 75 παράλληλες συνεδρίες και μόνο το πρόγραμμα ήταν 448 σελίδες.
Την Κυριακή 31 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε ένα πολύ ενδιαφέρον σεμινάριο για το μεγαλύτερο αρχαιολογικό πάρκο της Ιταλίας στην Όστια, συνοδευόμενο από επίσκεψη στον απέραντο και υπέροχο αρχαιολογικό χώρο και το εξαιρετικό μουσείο. Περιμένοντας το πούλμαν για να μας οδηγήσει στον χώρο, βλέπω έναν άγνωστό μου συνάδελφο (με καρτέλα συνέδρου). Τον πλησιάζω για να τον ρωτήσω αν είμαστε στο σωστό μέρος.
Νόμισα πώς ήταν Ιταλός. Του μίλησα ιταλικά, δεν κατάλαβε. Το γυρίζω στα αγγλικά. Απάντησε με μια ιδιόμορφη προφορά ότι είμαστε στο σωστό μέρος συνάντησης, αλλά μάλλον οι πρώτοι δύο αρχαιολόγοι που φτάσαμε. Στη συνέχεια με ρώτησε: «Από ποια χώρα είστε;». «Από την Ελλάδα, εσείς;». «Από την Τουρκία» και πριν προλάβω να σκεφτώ χμ… ενδιαφέρον μου λέει: «Όμως κι εγώ είμαι κάπως από την Ελλάδα. Ο παππούς μου και η γιαγιά μου ήταν Έλληνες μουσουλμάνοι».
Μου άρεσε αυτός ο απολύτως ακριβής ορισμός. Τον ρωτάω «από ποιο μέρος της Ελλάδας;», βάζοντας στοίχημα με τον εαυτό μου ότι θα πει από τα Χανιά της Κρήτης. Και απαντά: «Ο παππούς μου ήταν από την Κρήτη, τα Χανιά συγκεκριμένα, και μιλούσε μόνο ελληνικά. Η γιαγιά μου ήταν από τα Γρεβενά».
Μου φάνηκε πολύ όμορφα ειπωμένο αυτό. Διέκρινα μάλλον και μια περηφάνια για τις ρίζες του, οπότε ανέφερα και τις δικές μου. «Ο δικός μου παππούς ήταν επίσης υπήκοος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γιατί γεννήθηκε στη Σηλυβρία και έζησε στην Πόλη (Constantinople είπα). Η γιαγιά μου είχε γεννηθεί στην Πελοπόννησο αλλά από πέντε ετών πήγε στην Πόλη και έζησε εκεί 70 χρόνια. Η γυναίκα αυτή, της οποίας το όνομα φέρω, δεν έμαθε ποτέ τούρκικα, εκτός από τη φράση “εγώ είμαι Ελληνίδα”».
Ήμασταν δύο αρχαιολόγοι με κάποιου είδους κοινή καταγωγή…