Oταν το 1950 έφυγα για το Παρίσι είχα μαζί μου μερικά ονόματα Γάλλων και Ελλήνων που «έπρεπε» να γνωρίσω. Ένας από αυτούς ήταν ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος. Σύντομα κατάλαβα γιατί πολλοί τον αποκαλούσαν σοφό. Όχι όλοι! Κόκκινο πανί ήταν για την ελληνική πρεσβεία όπως και πολλοί άλλοι από τους διάσημους αργότερα υπότροφους του 1945 που μπάρκαραν στο θρυλικό μεταγωγικό «Ματαρόα».
Ο Νίκος Σβορώνος ήταν στέλεχος του ΕΛΑΣ με ευθύνη την Καισαριανή και τον Βύρωνα· ήταν ήδη και ιστορικός. Εδώ όμως στην καλύτερη περίπτωση τον περίμενε η Μακρόνησος.
Τον έβλεπα κάθε τόσο. Τον διάβαζα. Όταν για ένα διάστημα ανέλαβα την ευθύνη της ελληνικής εκπομπής της Γαλλικής Ραδιοφωνίας του ζήτησα, όπως και σε άλλους δικούς μας, τακτική συνεργασία. Δέχτηκε μόνο μια συνέντευξη. Μου είπε: «Η πρεσβεία θα κάνει τα πάντα για να απολυθείς». Οι Έλληνες του είχαν αφαιρέσει την ιθαγένεια, οι Γάλλοι του πρόσφεραν τη δική τους.
Η τελευταία συνάντησή μας έγινε όπως πάντα στη «σπηλιά» όπου έμενε, κοντά στο Μονπαρνάς: δυο δωμάτια γεμάτα βιβλία και χαρτιά, στο σκοτεινό ισόγειο μιας παραδοσιακής πολυκατοικίας. Δεν πήγαινε σε καφενεία. Τον καφέ τον έφτιαχνε εκεί, σε ένα κουζινάκι. Μου τόνισε ξανά –αυτός ο «ανθέλλην»– την παγκόσμια μοναδικότητα της ελληνικής ιστορίας