Ο Φλουράκης μου λέει: «Έχω έναν μονόλογο που θέλω να δεις. Πιστεύω, σου ταιριάζει». Ανοίγω το κείμενο και νομίζω ότι μιλάω εγώ, πως μιλάει για μένα. Μα εγώ δεν έχω αδέλφια. Γιατί ταυτίζομαι τόσο;
Ποιος να το σκηνοθετήσει; Οχ, το φαντάστηκα, άρα δεν μπορώ να το αφήσω σε κάποιον άλλο, με ξέρω. Χρειάζομαι όμως μια πολύ δυνατή συνεργάτιδα στη σκηνοθεσία, ένα outside eye με εμπειρία, ικανότητες και παρόμοιες σπουδές, αλλιώς δεν γίνεται. Η Εριφύλη είπε ναι! Εντάξει, πλέον μπορώ να πιστέψω ότι θα γίνει. Τώρα υπάρχει ελπίδα.
Μπαίνουμε σε πρόβες για την Αντιγόνη μου. Πόσο βαριέμαι και πόσο μου έχουν λείψει ταυτόχρονα! Κάνουμε ασκήσεις να γνωριστούμε και να ξεσκουριάσω λίγο. Έρχονται ο Περικλής με τον Γιώργο και φέρνουν ένα νέο σύμπαν. Ωραίο είναι. Θα κάνουμε διάλειμμα για καλοκαίρι και από Σεπτέμβρη δυναμικά στις πρόβες… το ’χουμε.
Και ξαφνικά αλλάζουν όλα και μοιάζει αδύνατο. Έρχεται ο πατέρας μου στην Αθήνα σε βαριά κατάσταση. Πάλι νοσοκομεία, άγχος κι αρρώστια. Δεν αντέχω. Δεν θα τα καταφέρω. Ίσως πρέπει να σκεφτώ για αντικαταστάτρια. Είναι κι αυτό το κείμενο τόσο δύσκολο και προσωπικό. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ καν για να μάθω τα λόγια. Ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δεν είχα δυσκολία να μάθω λόγια. Τι συμβαίνει;
Πρόβες με ανοιχτό κινητό. «Κυνθιάκι, είναι ο γιατρός». Το σηκώνω, μιλάω, προσπαθώ να ξαναγυρίσω στην πρόβα. Το σώμα μου είναι εδώ, στην Αντιγόνη μου, αλλά η υπόλοιπη δεν ξέρω πού είμαι. Τι ωραία κι αισιόδοξα που ήταν στις πρόβες του καλοκαιριού. Πλέον δεν ξέρω αν μπορώ, δεν ξέρω…
Αλλάζω γνώμη κάθε πέντε λεπτά ακόμη και για τη σκηνοθετική προσέγγιση. Κάτι δεν κουμπώνει. Και δύο εβδομάδες πριν λέει ο Περικλής: «Θα μπορούσε να κάνει τα φώτα η ίδια». Αυτό είναι. Κούμπωσε. Η Εριφύλη κάνει την προσωπική της υπέρβαση και λέει: «Ας το δοκιμάσουμε». Την ευχαριστώ γι’ αυτό. Και εγένετο φως!