Στη ζωή μου έχω αλλάξει πολλά επαγγέλματα, κυρίως γιατί βαριόμουνα. Ξεκινούσα κάτι και ύστερα από λίγο ήθελα κάτι άλλο. Ψέματα. Εκείνο που έκανα ήταν άλματα στο κενό.
Ξεκινούσα πράγματα για τα οποία δεν είχα ιδέα και ενώ όλα φάνταζαν να πηγαίνουν υπέροχα, μετά το πράγμα στράβωνε. Έτσι έγινε με την ταβέρνα που άνοιξα και τον πρώτο καιρό δεν έβρισκες θέση να καθίσεις. Θυμάμαι που κάποτε με πήρε τηλέφωνο ο Κακογιάννης για να κλείσει τραπέζι και δεν είχα. Ο άνθρωπος ήταν επίμονος και στο τέλος ήρθε με την παρέα του. Κι αυτός και άλλοι καλλιτέχνες, μουσικοί, πολιτικοί. Μέχρι και δεσποτάδες ερχόντουσαν γιατί το μενού και το περιβάλλον ήταν βυζαντινά.
Και να ξέρεις. Αυτό που είχα σπουδάσει ήταν σκηνοθεσία κινηματογράφου. Και δούλεψα ως σκηνοθέτης. Αλλά πώς να ζήσεις με μια δουλειά τον χρόνο; Έκανα και τον μεταφραστή κι είχα επιτυχία, αλλά και πάλι. Μετά ξεκίνησα τα οργανωτικά κι εκεί την πάτησα εντελώς. Έφτιαξα την Ένωση Ελληνικών Πόλεων με Μεσαιωνικά Κάστρα, αλλά συγνώμη, ποιος χέστηκε για τα κάστρα και για τις δυνατότητες που δίνουν αυτά για τον τουρισμό; Κανείς.
Κι έτσι τέλειωσε κι αυτό. Και ξαφνικά βρέθηκα να είμαι συνταξιούχος και να μην ξέρω τι να κάνω όλη μέρα. Γιατί πόσο να βασανίσεις τους ανθρώπους με την παρουσία σου; Κάποια στιγμή ούτε αυτό έχει γούστο πια.
Και τότε… άρχισα να γράφω. Στην αρχή έγραψα μυθιστορήματα, ερωτικά βεβαίως. Και αστυνομικά βεβαίως. Γιατί είμαι παιδί της πόλης. Και το αστυνομικό είναι το κατεξοχήν έργο της πόλης. Και τότε γεννήθηκε και η εγγονή μου και η καρδιά μου έλιωσε.
Το παιδάκι με τους γονείς του βρισκόταν στο εξωτερικό, οπότε πώς θα είχα επαφή μαζί του; Μα με τον τρόπο που έχουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες. Με τα παραμύθια.