Εκείνη τη βραδιά ήμασταν πέντε. Ο Γιάννης Εμμανουηλίδης, ο Εμμανουήλ Κουτσουρέλης, ο Κώστας Χρηστίδης, η Θέκλα Τσελεπή κι εγώ. Κατεβήκαμε τη Λασκάρεως και στρίψαμε στη Δαπόντε. Ήταν το κουτούκι Η Άνδρος.
Σε ένα χολ είχε κάτω από τα βαρέλια ένα μεγάλο τραπέζι. Στα αριστερά ένα τραπέζι τεσσάρι. Μια πόρτα οδηγούσε στην κεντρική αίθουσα. Με τριάντα άτομα ήταν πλήρες. Ένα παλιό μακρύ ψυγείο μπακάλικου στα αριστερά. Αυτά με τη γυάλινη βιτρίνα. Πιο μέσα σε ένα δωματιάκι ήταν η κουζίνα. Εμείς κολλήσαμε στο χολ.
Ήταν μια χαρούμενη νεανική παρέα που τραγουδούσε μαζί μας. Τραγούδια για ουσίες. Αθώα. Κολλήσαμε. Ήρθε μια μικρή γύρω στα δεκάξι και πήγε στη Θέκλα. Τη ρώτησε πότε θα πάμε δίπλα. «Σε λίγο» της είπε.
Σε τρία τραγούδια της ξανατράβηξε το μανίκι. Η Θέκλα μας έκανε έκκληση μπροστά της. Αλλά δεν ξεκολλήσαμε. Σε λίγο ξαναήρθε και έβαλε ένα πεντακοσάρικο στο ταμπουρίνο όπου μάζευε η Θέκλα τα χρήματα. Μας εντυπωσίασε. Το πιο μεγάλο χαρτονόμισμα ήταν το κατοστάρικο. Δραχμές. Κινήσαμε για μετακόμιση.
Η μικρή καθόταν με τη μάνα και τον πατέρα της. Αυτός ήταν ένας μικροκαμωμένος με ψιλό μουστακάκι. Φορούσε μαύρο παλτό και ένα καβουράκι. Το παλτό μοσχοβάλαγε «εξωτικά». Η γυναίκα του έμοιαζε με την Μπέλλου με γυαλιά. Αμίλητη. Σηκώθηκε αυτός και έκανε χώρο. Τράβηξε καρέκλες. Μας έστρωσε να κάτσουμε.
Ο Γιάννης πήγε κάτι να παίξει. Ο τύπος έβαλε το χέρι του στις χορδές και τον σταμάτησε. Έβγαλε ένα πεντακοσάρικο και το έβαλε στο ντέφι. «Άμα σου πω θα παίξεις».
Μας γέμισε τα ποτήρια με κρασί και έκανε νόημα στο γκαρσόνι για παραγγελία. Επέμεινε να φάμε. Μας πότιζε.
Η «Μπέλλου» αμίλητη. Η μικρή γλυκοκοίταζε τα γαλανά μάτια του Κώστα. Έκανε ένα κόλπο με τον δείκτη της και πιέζοντας έσπασε το ποτήρι. Τσαμπουκάς. Εκδήλωση του παράφορου.