Οι οικογενειακές αφηγήσεις για εκείνον αναδύονται από μνήμες ηλικίας παιδικής. Δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω. Δεν τον πρόλαβα. Κι ενδεχομένως είμαι η πιο ακατάλληλη να τον μνημονεύω, καθώς προέρχομαι από παρακλάδι της γενιάς του που δεν διατήρησε την αίγλη του βαθιά αστικού του προφίλ. Άλλοι κοντινοί και μακρινοί του απόγονοι θα ήταν σίγουρα καταλληλότεροι να μιλήσουν γι’ αυτόν.
Ο προπάππους μου λοιπόν, ο Νικόλαος Μαρσέλλος, ήταν έμπορος γούνας, από μεγάλη οικογένεια των Κυθήρων. Πιθανή απώτερη καταγωγή από τη Μασσαλία. Γοητευτικός άντρας, ξανθός, γαλανομάτης και μέγας μποέμ. Κινείτο με άνεση μεταξύ Παρισίων και Μονάχου. Υπήρξε στενός φίλος του ζωγράφου Σπυρίδωνος Βικάτου, ο οποίος μάλιστα είχε σκιτσάρει εξαιρετική προσωπογραφία του σε κάρβουνο.
Παντρεύτηκε τη Δήμητρα Μαμάη, μεγάλη κόρη του Ιωάννη Μαμάη, ο οποίος είχε σπουδάσει μαρμαροτεχνία στην Τήνο και είχε υπάρξει αρχιτέκτονας – εργολάβος στην αναμαρμάρωση του Παναθηναϊκού Σταδίου για την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896.
Σύμφωνα με τις αφηγήσεις της μητέρας μου, στην οικογένειά τους η επικοινωνία επιτελείτο κυρίως στα γαλλικά και με σταθερή χρήση πληθυντικού αριθμού, ακόμη και μεταξύ του ζεύγους, κατά τα αριστοκρατικά πρότυπα.
Θέρετρο της οικογένειας ήταν το Λουτράκι, το καζίνο του οποίου ο Νικόλαος Μαρσέλλος επισκεπτόταν πηγαίνοντας από την Αθήνα με άμαξα. Υπήρξε εξάλλου ο συγγραφέας του εγχειριδίου Ο τέλειος ποκερίστ και ο άσος της πόκας.