Εφτασαν τα Χριστούγεννα του 1960 και γνωρίσαμε πόσο σκληρή μπορεί να είναι η ξενιτιά. Την παραμονή των Χριστουγέννων στη Γερμανία τα πάντα ήταν κλειστά. Όλοι γιόρταζαν με τους δικούς τους. Ήταν μια οικογενειακή γιορτή με τη μελαγχολική μουσική των χριστουγεννιάτικων τραγουδιών και τις αναμνήσεις για τους νεκρούς, για όσους έλειπαν ή είχαν φύγει.
Όλοι οι γνωστοί μας είχαν κάπου να πάνε και είχαν φροντίσει έγκαιρα να τακτοποιηθούν. Εμείς δεν ξέραμε ότι εκείνη την ημέρα ήταν όλα κλειστά. Δεν είχαμε προετοιμάσει τίποτε. Δεν ξέραμε επίσης ότι η κυκλοφορία του μετρό στο Βερολίνο σταματούσε πολύ νωρίς το απόγευμα.
Έτσι βγήκαμε στους δρόμους προς αναζήτηση φαγητού και κάποιου κέντρου, ελπίζοντας ότι εκεί θα βρίσκαμε κάποιους γνωστούς που θα είχαν μένει κι αυτοί ξέμπαρκοι. Οι ελπίδες μας όμως αποδείχτηκαν μάταιες. Περπατούσαμε στους δρόμους χαζεύοντας τις βιτρίνες για να περάσει κάπως η ώρα.
Φτάσαμε και στο μεγάλο λαϊκό εστιατόριο, στου Άσινγκερ, κοντά στον σταθμό Τσο, στη Γιόαχιμ στράσε. Κι αυτό κλειστό. Κοιτάζαμε από τη φωτισμένη βιτρίνα τη θεόρατη αίθουσα. Εκεί μπορούσες να πιεις μια μπίρα, να φας μια νοστιμότατη μπιζελόσουπα με λουκάνικο και να πάρεις δωρεάν τα στρογγυλά νόστιμα ψωμάκια. Όλα ήταν φτηνά και το δεύτερο πιάτο μπιζελόσουπας δωρεάν.
Οι πελάτες του ήταν υπάλληλοι, νεαρά ζευγαράκια, γυναίκες με γούνινα παλτά, αλλά και εργάτες με τα ρούχα της δουλειάς, φτωχοί φοιτητές και καλλιτέχνες, ζητιάνοι και μικροαπατεώνες που τριγύριζαν στον σταθμό. Όλοι έτρωγαν στη μεγάλη αίθουσα με τη λιτή διακόσμηση, τη βιτρίνα με τα σάντουιτς, τους κρουνούς όπου έρρεε άφθονα η μπίρα και τη σερβίριζαν χοντρές ξανθές μεσόκοπες γκαρσόνες, που ισορροπούσαν πολλά ποτήρια μπίρας στον δίσκο.
Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η κατάσταση έγινε αφόρητη. Περπατώντας άσκοπα φτάσαμε στην Αουγκσμπούργκερ στράσε. Στον κακόφημο δρόμο του Βερολίνου, με τις πόρνες και τα μπαρ, απ’ όπου ψάρευαν τους πελάτες τους. Είδαμε τα φώτα από ένα μπαρ: αυτό ήταν ανοιχτό.