«Bonjour, Madame, comment ça va, Madame?». Μου είπε την πρώτη φορά που ανέβαινα τα σκαλοπάτια του Palais Universitaire, άγνωστη μεταξύ αγνώστων και κυρίως ξένη. Για πολλές ημέρες κάθε πρωί μου άνοιγε τη βαριά σκαλιστή σιδερένια και πελώρια πόρτα του κτιρίου και εγώ αισθανόμουν αμήχανα, δεν καταλάβαινα γιατί.
Ποτέ δεν έτεινε το χέρι για οτιδήποτε. Μόνο χαιρετούσε κεφάτα. Κάθε πρωί. Κάποια στιγμή τόλμησα και έδωσα κάτι ψιλά, ίσως ένα γαλλικό φράγκο. Το χαμόγελο και η ευγνωμοσύνη απλώθηκαν με τέτοιο τρόπο στο μουσάτο κοκκινόξανθο και ατίθασο πρόσωπο με τον γκρι σκούφο ώστε εγώ να αισθανθώ μεγαλύτερη αμηχανία. «Merci bien, Madame, merci bien».
Με την εξοικείωση της καθημερινής μας επικοινωνίας, αυτή την απλή «καλημέρα», επήλθε και το «δικαίωμα» να ρωτήσω το όνομά του και αυτός το δικό μου αλλά και την καταγωγή μου. Στο άκουσμα της λέξης Ελληνίδα τον άκουσα εμβρόντητη να μου απαγγέλει Όμηρο! Καταλάβαινα τα μισά από αυτά που έλεγε, λόγω ερασμιακής εκφώνησης. Εντυπωσιασμένη ρώτησα πώς τον γνώριζε; «Μα, κυρία (εγώ ήμουν μόλις 19), ήμουν φιλόλογος, μη με βλέπετε έτσι».
Μάλλον πρέπει να τα έχασα εγώ η μικρή μικροαστή Ελληνίδα από τη Θεσσαλονίκη μεγαλωμένη με στερεότυπα άλλου είδους. Φιλόλογος; σκέφτηκα. Δεν ρώτησα οτιδήποτε. Μάλλον δεν τόλμησα, γιατί δεν ήξερα τι να ρωτήσω ή πώς να αντιδράσω.
Ήταν η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με τη λέξη και την έννοια κλοσάρ (clochard). Λεγόταν Pierre και κρατούσε πάντα ένα μπουκάλι από τα πιο φτηνά-ξίδι-κρασί στο χέρι και είχε ένα χοντρό κασκόλ τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του τις κρύες ή παγωμένες ημέρες του Στρασβούργου.
Τον συναντούσα μόνο τα πρωινά. Στα διαλείμματα από τα μαθήματα έβγαινα έξω να τον κεράσω καπνό ή κάτι… ό,τι. Μιλούσαμε, μιλούσαμε για όλα. Για τους Αλσατούς, για την Ελλάδα. Οι γνώσεις αυτού του κλοσάρ ήταν για μένα η ανακάλυψη ενός μικρού μικρού θησαυρού.