Με τον Μάνο Ελευθερίου είχαμε έξι χρόνια διαφορά. Ήταν μεγαλύτερός μου. Εκείνος γεννημένος το 1938, εγώ το 1944. Ήταν, θυμάμαι, γύρω στα 13-14 όταν έστηνε αυτοσχέδιες παραστάσεις στην αυλή του σπιτιού του. Μας μάζευε εκεί, καθόμασταν σε ξύλινα καρεκλάκια και η μητέρα του, η κυρία Ευδοξία, μας έδινε καραμέλες, εκείνες τις μακρουλές κόκκινες, διπλωμένες σε χαρτάκι.
Ο Μάνος στα δέντρα που είχαν στην αυλή στερέωνε με σπάγκο τα σκηνικά. (Είχε μαδήσει τα σεντόνια της κυρα-Βδοξίας, όπως τη λέγαμε.) Και από πίσω έβαζε ένα κόκκινο φως. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ίσως να τοποθετούσε κάποια λάμπα – δεν ξέρω πώς το είχε φτιάξει. Για εμάς τα παιδιά ήταν ονειρικό αυτό το σκηνικό. Μαζεύονταν όλα τα παιδιά να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις του. Εμένα με τραβούσαν και άλλες πιο μεγάλες κοπέλες, στην ηλικία του Μάνου.
Τον θυμάμαι κάποια φορά, σαν σε όνειρο, να είχε τυλιχτεί με ένα άσπρο σεντόνι. Ήταν σαν αρχαίος τραγωδός. Είναι αδύνατον να λησμονήσω το ύφος του, καθόλου πομπώδες, όταν έλεγε τα λόγια του. Από τότε καταλάβαινα ότι ο Μάνος ήταν γεννημένος γι’ αυτό. Το 1953 έφυγε με την οικογένειά του από τη Σύρο για την Αθήνα.
Μια άλλη εικόνα που έχω από τον Μάνο είναι από μια Μεγάλη Παρασκευή πριν από περίπου 20 χρόνια στη Σύρο. Όπως συνηθίζεται αυτήν τη μέρα, μόλις τελειώσει η ακολουθία γίνεται η περιφορά του Επιταφίου. Ο Επιτάφιος οδηγείται στο κοιμητήριο του Αγίου Γεωργίου, όπου τον περνάνε πάνω από τα μνήματα. Ο Μάνος ήταν σε μια γωνιά, με τα χεράκια του πίσω όπως συνήθιζε. Όταν έφυγαν όλοι, άρχισε να κλαίει.
Παρόλο που δεν ήταν θρησκευόμενος, στο σπίτι του στη Σύρα αλλά και στην Αθήνα άναβε σταθερά ένα καντηλάκι για τις χαμένες ψυχές. Μια κίνηση γεμάτη τρυφερότητα, για να μην ξεχνιούνται οι νεκροί. Του έλεγα: «Θα πάρεις φωτιά, πρόσεχε». «Δεν παίρνω. Ξέρω εγώ» μου απαντούσε.