Τα τανκ πήραν θέση όλα μπροστά στο Πολυτεχνείο με αναμμένους προβολείς. Ο επικεφαλής στάθηκε στην πύλη μπροστά και οι υπόλοιποι απλώθηκαν δεξιά και αριστερά.
Το αυτοκίνητό μας σταμάτησε μπροστά στο Μινιόν.
Κατεβήκαμε και πηγαίνουμε Πατησίων και Στουρνάρη. Εκεί ήταν γεμάτο το σημείο με αστυνομικούς, στρατιώτες και αρκετούς με πολιτικά. Αυτοί ήταν οι παρακρατικοί. Κυνηγούσαν τον κόσμο και τον χτύπαγαν ανηλεώς με ξύλα και ρόπαλα.
Βγάζω τη μηχανή μου ήρεμα και με τα φώτα του δρόμου και τους προβολείς, χωρίς να χρησιμοποιήσω φλας, άρχισα σιγά σιγά… κλικ, κάτω η μηχανή… κλικ, κάτω η μηχανή.
Το καρούλι είχε 36 φωτογραφίες μέσα – τα έβγαζα και τα έδινα στον διευθυντή μου. Σκεφτόμουν δεν μπορεί, θα με αρπάξουν· η Μπουμπουλίνας είναι πολύ κοντά.
Η δεύτερη συγκυρία που με βοήθησε να μείνω εκεί ήταν όταν ύστερα από δεκαπέντε λεπτά το αργότερο βλέπω έναν αστυνόμο τον οποίο δεν ήξερα. Τις ημέρες εκείνες βέβαια με τα γεγονότα ο ένας έβλεπε τον άλλο. Στις διαδηλώσεις αστυνομικοί και φωτορεπόρτερ ήμασταν δίπλα δίπλα. Αυτός μάλλον με είχε εντυπώσει στο μυαλό του.
Μου λέει: «Τι κάνεις εσύ εδώ;» με αστυνομικό υφάκι. Του απαντάω: «Κύριε διοικητά, ήρθα να πάρω μερικές φωτογραφίες για το πρακτορείο μου». Και τι μου λέει; «Κάτσε εδώ. Θέλω να σε βλέπω».
Άλλο που δεν ήθελα. «Εντάξει, εδώ θα είμαι». Όσοι ήταν γύρω μου άκουσαν τον διάλογό μας. Και σκέφτηκαν ότι για να λέει ο διοικητής «κάτσε εδώ», δικός μας είναι.
Να μιλήσω τώρα για όσα συνέβησαν εκείνες τις ώρες στο Πολυτεχνείο… Ήταν συγκλονιστικές στιγμές. Να βλέπεις παιδιά από τα παράθυρα να ανοίγουν τα πουκάμισά τους στα κανόνια μπροστά και να λένε: «Είμαστε αδέλφια» ή «Ελάτε μαζί μας» ή «Είμαστε άοπλοι». Καλούσαν τους φαντάρους να μπούνε στο Πολυτεχνείο και να ενωθούν μαζί τους. Οι φαντάροι δίσταζαν. Αυτοί που δεν δίσταζαν και έβριζαν τους φοιτητές ήταν οι αστυνομικοί.