Δεν είχα την παραμικρή ιδέα, αλλά είχα πολύ περιέργεια, για την εμπειρία που θα ζούσα στον αρχαιολογικό χώρο της πόλης μου, της Ελευσίνας. Αυτό το «ταξίδι» άρχισε με τον μύθο της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Με τη σχέση μάνας και κόρης, όπως αυτή αποτυπώθηκε μέσα από τη δράση της αφηγηματικής αρχαιολογίας.
Μια διαχρονική σχέση που στην Ελευσίνα αποκτά ιδιαίτερη αξία. Και αυτό γιατί έχει σημαδέψει τις σχέσεις της κάθε μητέρας και κόρης σε αυτή την πόλη. Και πώς θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά;
Εδώ η μάνα έψαχνε την κόρη της, εδώ βρέθηκαν και ξανά χάθηκαν οι δύο γυναίκες. Εδώ ρίζωσε για πάντα αυτή η αέναη σχέση και απέκτησε άλλο νόημα.
Εισήλθα στον αρχαιολογικό χώρο. Στάθηκα στο σημείο στο οποίο στέκονταν αιώνες πριν όσοι έφταναν στον ιερό χώρο της Ελευσίνας ύστερα από 21 χιλιόμετρα πεζοπορίας. Έφταναν εδώ για να συμμετάσχουν σε άγνωστες τελετές. Ανέβηκα τα σκαλιά των Μεγάλων Προπυλαίων.
Έστρεψα το βλέμμα σε αυτούς που έμεναν έξω από τις τελετές, αφού δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να τις παρακολουθήσουν.
Περπάτησα στο χώμα που πάτησαν τόσοι άνθρωποι μετά τα μυστήρια. Αισθάνθηκα και εγώ αυτό το συναίσθημα ανακούφισης και κάθαρσης. Όπως αυτό που ένιωσε η Βιρτζίνια Γουλφ όταν είπε: «Φτάσαμε επιτέλους στην Ελευσίνα με καθυστέρηση 2.000 χρόνων».
Άκουσα με τα αυτιά μου το νερό να ρέει από τους καταπότες. Ξεκουράστηκα πριν ανακαλύψω τα πάμπολλα κατώφλια μιας πόλης που περιμένει να ανακαλυφτεί.
Έκλαψα κοντά στην Αγέλαστο Πέτρα. Εκεί όπου άλλη μια κόρη βρισκόταν θαμμένη για χρόνια. Μέχρι που ο Κλαρκ ανάγκασε τους 100 χωρικούς να την κυλήσουν με τη βία προς τη θάλασσα και να τη φυγαδεύσουν. Ή μάλλον να την ξεριζώσουν από τον τόπο της. Και να την εγκαταστήσουν σε ένα παγωμένο μουσείο με παγωμένα βλέμματα πάνω της.