Μαμά, άκου. Παίζω ντραμς. Ταπ, ταπ, ταπτάπ. Αυτός είναι ο πρώτος ρυθμός που μαθαίνει ένας ντράμερ. Το ήξερες;». Για δευτερόλεπτα έμεινα ακίνητη. Το μυαλό μου γύρισε στο 1991. Άκουγα τον ήχο που έβγαζαν τα χέρια της κόρης μου και θυμήθηκα εσένα (και τη Νίνα Σιμόν). Εκείνο το ταπ, ταπ, ταπτάπ που έκανες πάνω στα πόδια μου.
«Έλενα, δεν ξέρω αν θα σε ξαναδώ. Θέλω να σου δώσω κάτι που θα το θυμάσαι για την υπόλοιπη ζωή σου. Για να με θυμάσαι». Το έλεγες σαν να ήταν το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. «Αυτός είναι ο πρώτος ρυθμός που μαθαίνει ένας ντράμερ. Ταπ, ταπ, ταπτάπ. Άλλα πράγματα θέλω να σου δώσω. Ένα φιλί. Αλλά είσαι μικρή και εγώ δεν είμαι το καλύτερο παιδί του κόσμου. Σήμερα είμαι εδώ, αύριο δεν ξέρω πού. Όπου με πάνε η Νίνα και η μπάντα».
Μιλούσες γρήγορα. Δεν σε προλάβαινα. Τα αγγλικά μου δεν αρκούσαν για να τα καταλαβαίνω όλα. Με φλερτάριζε ο Πολ Ρόμπινσον (Paul Robinson), ο πιο ωραίος άντρας στον κόσμο. Δεν είχα καν καταλάβει ότι με φλερτάριζε ο καλύτερος ντράμερ στον κόσμο. Ο ντράμερ της Νίνα Σιμόν (Nina Simone).
Πόσο την αγαπούσες και πόσο αγαπούσε κι εκείνη εσένα. Τα αγγλικά μου ήταν αρκετά για να καταλαβαίνω ότι σε μάλωνε… «Πολ, είναι ανήλικη. Πρόσεξε μην μπλέξεις». Δεν ήμουν ανήλικη. Πόσο στενοχωριόμουν όταν σου το έλεγε. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που παραλίγο να της βάλω φωτιά. Καλά… δεν ήταν αυτός. Τυχαίο ήταν.
Πηγαίναμε με το αυτοκίνητο στο Ρωμαϊκό Ωδείο όπου θα δίνατε συναυλία. Οι δρόμοι της Πάτρας ήταν μποτιλιαρισμένοι. «Πού πηγαίνουν όλα τα αυτοκίνητα; Τι είναι αυτές οι σημαίες με τον πράσινο ήλιο; Γιατί αυτό το dumb αμάξι είναι τόσο μικρό; Γιατί έχει τόση ζέστη; Πώς ανοίγει το παράθυρο; Press the button to open the window» έλεγε η Νίνα στριμωγμένη στο πίσω κάθισμα.