Το 2001 βρέθηκα στην Ελευθεροτυπία και αυτό ήταν από μόνο του μαγικό. Πρώτον διότι ήμουν και ένιωθα πολύ μικρή για να αξίζω αυτή την τιμή και δεύτερον γιατί όποιος έγραφε στην Ελευθεροτυπία δεν θεωρείτο, ήταν σπουδαίος δημοσιογράφος. Χωρίς καμία εξαίρεση.
Τα καλά λόγια του «πατριάρχη» του ρεπορτάζ της Αριστεράς, Γρηγόρη Ρουμπάνη, με έφεραν μπροστά στο γραφείο του αρχισυντάκτη του ένθετου «Art & θεάματα», Φώτη Απέργη, ο οποίος μου ζήτησε να γράψω χίλιες λέξεις. «Ό,τι θέλεις, αρκεί να αξίζει».
Αποφασίζω και γράφω χίλιες λέξεις για το πώς κατέγραψε κινηματογραφικά το Χόλιγουντ τους πολέμους και τις ήττες των αμερικανικών στρατευμάτων στην Κορέα και στο Βιετνάμ στη χρονογραμμή της εμπλοκής και της απεμπλοκής του στρατού από τα μέτωπα. Θεωρούσα ότι έγραψα το αριστούργημα του αιώνα. Είχα δει τα πάντα, είχα μελετήσει τα πάντα, είχα στέρεο θεωρητικό υπόβαθρο. Τι μπορεί να μην πήγαινε καλά;
Καταθέτω τις χίλιες μου λέξεις και περιμένω τηλεφώνημα. Με το οποίο και κλήθηκα στη Μίνωος. Ήμουν βέβαιη πώς είχα εντυπωσιάσει. Ο μετέπειτα αρχισυντάκτης μου, Φώτης Απέργης, ίσα που με κοίταξε και είπε: «Επαρκές».
ΕΠΑΡΚΕΣ; Ούτε «αριστούργημα» ούτε «μου άρεσε» ούτε καν μια παρατήρηση «λες τον Τζον Γουέιν φασίστα». Ούτε φυσικά «ναι, θα συνεργαστούμε». «Επαρκές» και τελειώσαμε.
Κλαίω από μέσα μου ήδη και κατεβαίνω στον δεύτερο όροφο, εκεί που κατοικοεδρεύει η «Εφημερίδα» – εν αντιθέσει μ’ εμάς που ήμασταν «Το Κυριακάτικο». Κάτι άλλο δηλαδή, άσχετο και σίγουρα όχι τόσο εφημερίδα. Πάω να κλαφτώ στον Γρηγόρη, ραδιοφωνικό μου παρτενέρ τότε στον Αθήνα 984. Το πολιτικό ρεπορτάζ ετοιμαζόταν για σύσκεψη με προϊστάμενο τον αξέχαστο πρόεδρό μας στην ΕΣΗΕΑ, τον Νίκο Κιάο.