Από τότε που διαμορφώθηκε στην ψυχή/νου μου μια μαρξική ιδέα για τον τρόπο της ζωής του ανθρώπου και δεδομένης της κατά το ήμισυ καταγωγής μου από τα Σφακιά ήμουν και συνεχίζω να είμαι υπερήφανος για κάποιους συγκεκριμένους Σφακιανούς. Τον Δασκαλογιάννη, τον Σταυριανό Πολέντα, τον Έλληνα μέντορά μου σύντροφο Μιχ. Ράπτη (Πάμπλο), τον Εμμανουήλ Κριαρά, τον Ανδρέα Φραγκιά.
Και επειδή τελευταία διάφοροι φίλοι και κάποιοι σύντροφοι από το εξ αγχιστείας συγγενικό μου κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ (δεν αποδέχτηκα ποτέ το Π.Σ. που ακολούθησε), με συγκρίνουν με άλλους, ένθερμους Σφακιανούς στο κόμμα, θυμήθηκα ένα περιστατικό που πρέπει να έλαβε χώρα στα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Ήμουν στο φέρι μποτ από Σούδα προς Πειραιά. Πριν σαλπάρει καθόμουνα και διάβαζα ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη στη γέφυρα που κοίταζε προς τη Δύση, ώστε να μη χάσω την ίδια ώρα και το ηλιοβασίλεμα.
Μερικές θέσεις δεξιά μου καθόταν ένας ηλικιωμένος Κρητικός με στιβάνια, κατσούνα και σακάκι (το τελευταίο μου έκανε εντύπωση καθώς είχε πολλή ζέστη έξω).
Στην κουπαστή στεκότανε ένας νεαρός και με κοίταζε ενώ τον έκοβα πίσω από τα γυαλιά χωρίς να το ξέρει. Κάποια στιγμή μου φωνάζει, «Πολέντα, εσύ δεν είσαι, ρε Μανόλη;». Του έγνεψα καταφατικά. Με πλησίασε και μου έσφιξε το χέρι λέγοντάς μου πως ήμασταν συμμαθητές στο 7ο Δημοτικό Χανίων. «Α, ναι, ρε φίλε» απάντησα χωρίς να τον θυμάμαι.
Ο Σφακιανός πιο πέρα πετάγεται και λέει αρκετά δυνατά: «Πολέντας ε; Ο φόβος και τρόμος τω Σφακίω».
Τον κοίταξα με χαμόγελο, περιέργεια, αλλά και δυσαρέσκεια. Θυμήθηκα τον τρυφερό πατέρα μου τον Σφακιανό που μου δίδασκε από τα φασκιά πως οι πραγματικοί άντρες δεν επιτίθενται. Δεν μισούν, είναι δημοκράτες με όλες τις έννοιες.
Κεντρώος ήταν ο πατέρας μου. Η λέξη δημοκρατία περιείχε όλες τις έννοιες της ζωής του ανθρώπου.