Έφτιαξα της πρώτη μου «πλετσίντα» την παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1982, στην Καρυώτισσα, ένα χωριό των Γιαννιτσών. Ήμουν τότε μόλις 12 χρόνων. Ήμασταν, για ακόμη μια φορά σε ταξίδι, μαζί με τον πατέρα μου Χρήστο και τη μητέρα μου Δήμητρα.
Ήταν δύσκολα τα χρόνια τότε, αφού η δουλειά τους ήταν το πλανόδιο εμπόριο. Κουβέρτες, κεντήματα, ραδιοκασετόφωνα. Κινούμασταν συνέχεια από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη. Μια ζωή μες στους δρόμους και όπου βραδιάσει εκεί θα ξημερώσει.
Τη συγκεκριμένη μέρα, όμως, οι πρόσφυγες από την Πόλη πάντα σταματούν κάθε εργασία. Έτσι κάναμε κι εμείς. Και η μάνα μου η Δήμητρα, στο χαμόσπιτο που είχαν νοικιάσει για να μείνουμε λίγες μέρες, άρχισε, με μια σχεδόν «ιεροτελεστία», να ετοιμάζει την «πλετσίντα».
Έτσι λέμε στη γλώσσα μας την παραδοσιακή πρωτοχρονιάτικη πίτα που φτιάχνουν οι χριστιανοί Τσιγγάνοι που προέρχονται από την Κωνσταντινούπολη, με χειροποίητο φύλλο, χωριάτικα αυγά, βρασμένο ρύζι και πολλή πολλή αγάπη.
Η «πλετσίντα» έχει δώδεκα χειροποίητα λεπτά φύλλα, όσοι είναι και οι μήνες του χρόνου. Κάθε φύλλο και μία ευχή! Και κάπου ανάμεσά τους μπαίνει το «φλουρί», για το καλό του χρόνου.
Με ύφος που δεν πρόκειται να το ξεχάσω όσο ζω, μου λέει η μητέρα μου: «Ευθυμία μεγάλωσες πια. Ήρθε η ώρα να φτιάξεις την πρώτη σου πλετσίντα».