Σε αυτή την ιστορία «από τα κάτω» ο αφηγητής δεν έχει το γνώριμο προφίλ του ερευνητή που αναζητά τον «Απόλυτα Άλλο». Αντίθετα, πρόκειται για ένα «Παρία», συγκεκριμένα έναν Γύφτο, που σαν άλλος flaneur αναζητά τα ίχνη και την ιστορία των Τσιγγάνων εκεί που η παρουσία τους κατεξοχήν αμφισβητείται: στις πόλεις.
Ήταν άνοιξη του 1999. Η Εύα Πολίτου, η ψυχή της ομάδας που προετοίμαζε το παιδαγωγικό υλικό για το πρόγραμμα Τσιγγανοπαίδων του Πανεπιστήμιου Iωαννίνων –η άλλη ψυχάρα του προγράμματος ήταν η Μαρία Δημητρίου– αναφώνησε: «Παιδιά, σας έχω μια έκπληξη».
Ήρθε κοντά μας κρατώντας ένα βιβλίο. Η Εύα συχνότατα εντρυφούσε στη βιβλιογραφία. Το πήρα στα χέρια μου με φανερή έκπληξη. Όλο το εμπροσθόφυλλο ήταν ντυμένο στο βαθύ πράσινο, με μια ζωγραφιά του εξπρεσσιονιστή Otto Mueller να το κοσμεί, η Τσιγγάνα με τα ηλιοτρόπια.
Στο οπισθόφυλλο διάβαζε κανείς το εξής εκπληκτικό: «Ο αναγνώστης της ευρωπαϊκής ιστορίας που ψάχνει για τους Τσιγγάνους θα τους ανεύρει μονάχα στις υποστημειώσεις».
Έμεινα έκθαμβος. Ήταν αυτό που ζητούσαμε στις τσιγγάνικες σπουδές, ένα άλλο παράδειγμα γραφής. Κατανοούσαμε την ιστορία των Τσιγγάνων ενταγμένη σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο.
Σύντομα έστειλα γράμμα στον συγγραφέα, του βιβλίου με τίτλο In search of the true Gypsy. From enlightenment to final solution, τον Ολλανδό κοινωνιολόγο Wim Willems.
Στις 16 Μαΐου του 2000 ήρθε με e-mail η απάντησή του:
«Aγαπητέ Γιάννη, μας χαροποίησε να ακούσουμε από εσένα, έναν Έλληνα Τσιγγάνο διανοούμενο, να ενδιαφέρεσαι για το έργο μας. Ο κόσμος νομίζει ότι οι Τσιγγάνοι παραμένουν απαράλλαχτοι, αλλά αυτό είναι μια αν-ιστορική θεώρηση. Εμείς εξετάζουμε το πώς διαχρονικά έχουμε “διαβάσει” τους Τσιγγάνους και εστιάζουμε στους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες που θεμελιώνουν την περιθωριακότητα και την ένταξή τους. Θέλουμε να σε γνωρίσουμε».