Διαβάζουμε: «…και τρίτος θάνατος νεαρού Ρομά από όπλο αστυνομικού που εκπυρσοκρότησε τυχαία…». Νίκος Σαμπάνης 18 χρόνων, Κώστας Φραγκούλης 16 χρόνων και τώρα Χρήστος Μιχαλόπουλος 17 χρόνων.
Δεν μπορώ να μη σχολιάσω τον άδικο χαμό τριών νέων ανθρώπων που τείνει να εθίσει την κοινωνία σε ένα περιβάλλον κατανάλωσης θανάτου και τοξικότητας. Ειδικά αν σκεφτούμε και την ωμή-προκλητική δήλωση υπουργού για το πόσο νοιάζονται οι πολίτες για τους νεκρούς των Τεμπών.
Όταν ήμουν τεσσάρων χρόνων, ο μεγάλος μου έρωτας, η 18άχρονη τότε Αγγελικούλα, αθέτησε την υπόσχεση που μου είχε δώσει ότι θα με καρτερούσε να την παντρευτώ. Έφυγε με κάποιον που της έδωσαν με προξενιό, στη Γερμανία.
Έπεσα να πεθάνω και ο μόνος δρόμος για να φέρω πίσω την Αγγελική, σύμφωνα με την προτροπή της γιαγιάς μου, ήταν να τρέξω όσο πιο γρήγορα μπορούσα και να περάσω κάτω από το ουράνιο τόξο.
Γύρισα το πρώτο μου ντοκιμαντέρ για τους Τσιγγάνους το 1994 με τον τίτλο Στην άκρη της πόλης. Δυο χρόνια αργότερα, το 1996, γύρισα το Χθες όπως έκανα βόλτα. Στη συνέχεια ένα 18άλεπτο ντοκιμαντέρ, στο αφιέρωμα για τους Ρομά που επιμελήθηκα για το Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας, με τον τίτλο Μοίρα. Και τώρα ολοκληρώνω την τέταρτη ταινία μου με τον τίτλο Οι φυλές των Ρομά.
Σκέφτομαι πάντα την προτροπή της γιαγιάς μου. Και μοιάζει τόσο πολύ ως ο μόνος δρόμος το πέρασμα κάτω από το ουράνιο τόξο, με το τίμημα που πρέπει να πληρώσουν οι Τσιγγάνοι ώστε να γίνουν μέλη μιας κοινωνίας που τους δολοφονεί.
Μόνο που ο δρόμος αυτός είναι αδιάβατος.
Ο μεγαλύτερος αριθμός των Τσιγγάνων σήμερα επιβιώνει με ιδιαίτερη δυσκολία. Πολυπληθείς οικογένειες διαμένουν σε παράγκες φτιαγμένες από ευτελή υλικά, σε άθλιες συνθήκες, στην άκρη της πόλης, χωρίς ρεύμα και ιατρική περίθαλψη, δίχως σχολείο για τα παιδιά τους. Και μοιάζει τα προβλήματά τους να μην έχουν ούτε αρχή ούτε τέλος.