Η τοιχογραφία στον δυτικό τοίχο του ναού του Αγίου Αθανασίου στον συνοικισμό Μπαϊρακταριανά των Βουκολιών Χανίων δεν αφήνει καμιά αμφιβολία. Είναι οι «αμαρτωλοί»!
Φαντάζομαι πως ο αγιογράφος του 15ου αιώνα, όταν χρονολογείται αυτό το δεύτερο ζωγραφικό στρώμα του ναού, απλώς έκανε το καθήκον του και ζωγράφισε κάποιες τιμωρίες «αμαρτωλών» από την παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας. Έτσι συνηθιζόταν, βλέπεις, εκείνα τα χρόνια. Με αυτό τον τρόπο, μέσα και από τις τοιχογραφίες στους ναούς, παρενέβαινε η Εκκλησία, αν και ακέφαλη στην Κρήτη στα χρόνια της Βενετοκρατίας, στην κοινωνική ζωή και στα προβλήματα του κάθε τόπου.
Σίγουρα ο ταβερνιάρης του χωριού και ο μυλωνάς έκαναν τις λαδιές τους. Όπως άλλωστε συνηθιζόταν πάντα. Αλλιώς θα κλαίγονταν πως δεν έβγαιναν. Άντε λίγο νερό στο κρασί και λίγο κλέψιμο στον μεζέ ο ταβερνιάρης. Ή λίγο αλεύρι παραπάνω για αξάι* ο μυλωνάς. Κι έτσι περνούσαν ωραία και καλά τη ζωή τους ανάμεσα στους αγαθούς συμπολίτες τους. Οι οποίοι μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς; Άρχοντες!
Ο ζωγράφος λοιπόν παρεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στην τοπική κοινωνία. Ίσως το κάνει κατ’ εντολή του εργοδότη του, ως προς την επιλογή των αμαρτωλών που ζωγραφίζει να κολάζονται, μια που η απεικόνιση των αμαρτημάτων δεν είναι σταθερή. Μπορεί πάλι να είχε προηγούμενα με τον μυλωνά και τον ταβερνιάρη. Ή μπορεί να άκουσε παράπονα γι’ αυτούς από άλλους χωριανούς. Ή μπορεί απλώς να τους προειδοποιεί – για να μην παίρνουμε και κόσμο στον λαιμό μας.
Οι «αμαρτωλοί» λοιπόν του συγκεκριμένου αυτού χωριού αποδίδονται στην τοιχογραφία ολόγυμνοι και κατακόκκινοι, με πολύ καλή ομολογουμένως απόδοση των αναλογιών, πάνω από τις φλόγες του Άδη. Και να τους κατατρώγουν τα μαύρα φίδια. «Μαύρο φίδι σ’ έφαγε» που λέει και η γνωστή φράση.
Από τον λαιμό του ενός, που στέκεται όρθιος, είναι κρεμασμένα τα «πειστήρια του εγκλήματος»: ένα ξύλινο κρασοβάρελο, μια μεγάλη και μια μικρή κρασοκανάτα.